Ο ΤΥΧΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΕΛ ΝΤΟΥΝΤΑΪ

(dharmaraksita) #1

διηγηθώ....». Κανένας φυσικά δεν έφερε αντίρρηση στην πρόταση του
Σεΐχη και μετά από ελάχιστες στιγμές σιωπής, ο γέροντας άρχισε τη
διήγησή του, μ’ έναν τρόπο, που συνέπαιρνε τον ακροατή, ακόμα κι αν
αγνοούσε τη γλώσσα του, όπως συνέβαινε με την περίπτωσή μου.
«Σε μια γειτονιά του Χαλεπιού, όπου ζουν αρκετοί άνθρωποι με
φουσκωτά πουγκιά, έμποροι κυρίως, υπήρχε ένα αρχοντικό παλάτι που
τραβούσε την προσοχή κάθε περαστικού. Ήταν μεγαλοπρεπές και όμορφο
κτίριο, ζωσμένο από ψηλό τοίχο. Τούτο το παλάτι ανήκε σε μιαν
οικογένεια Αρμένηδων εμπόρων και το κρατούσε ο γιος απ’ τον πατέρα
και ούτω καθεξής. Η κύρια είσοδος για το μέγαρο έβλεπε σ’ ένα δρόμο
φαρδύ, στρωμένο πλάκες από γρανιτένια πέτρα. Στα χρόνια που
αναφέρεται το περιστατικό, αφέντης του παλατιού ήταν ένας νέος άνδρας,
που όλοι λέγανε, πως φύλαγε το χρυσάφι και τα πολύτιμα πετράδια του σε
μεγάλα δερμάτινα σεντούκια, προστατευμένα με σιδερένιες λάμες,
ασφαλισμένα με πάμπολλες κλειδαριές. Ο νέος αφέντης εμπορευόταν
μεταξωτά υφάσματα απ’ την Ινδία κι ακόμα παραπέρα, όπως έκαμναν ο
πατέρας του και πριν απ’ αυτόν ο παππούς του και πάει λέγοντας. Μα ο
νέος, ήτανε ταμαχιάρης και δεν του έφταναν τα κέρδη απ’ το εμπόριο.
Από την πρώτη ώρα που πήρε στα χέρια του τις δουλειές της οικογένειας,
σκέφτηκε, πως θα αυγάταινε το βιος του, αν δάνειζε παράδες με τόκο, σε
όσους βρίσκονταν σε ανάγκη. Είχε γραμματικούς στη δούλεψή του, που
σ’ όποιον δάνειζε ο αφέντης τους, φρόντιζαν να κάνουν γερά χαρτιά, τόσο
για να είναι εξασφαλισμένος ο τόκος, όσο και το κεφάλαιο. Έφταναν
αγάδες από την επαρχία. Είχαν χωράφια και υποστατικά, που ήταν
δύσκολο να τα μετρήσει, ακόμα κι ο πιο επιτήσειος στην αριθμητική.
Κάποια απρόσκλητη ανάγκη τους εξωθούσε να δανειστούν μετρητά.
Έτρεχαν λοιπόν στο παλάτι του Αρμένη εμπόρου στο Χαλέπι και μετά
από μετάνοιες μπροστά στον αγέρωχο νεαρό, που συνόδευαν τα
παρακάλια τους, έβαζαν εγγύηση, συχνά όλη την περιουσία τους για να
δανειστούν. Οι τόκοι ήταν τόσο βαρείς, που ελάχιστοι, όπως θυμούνταν οι
γέροντες στην πόλη, είχαν καταφέρει να ξεπληρώσουν το χρέος τους,
σώζοντας τις περιουσίες τους. Οι πιο πολλοί βρίσκονταν σε αδυναμία να
δώσουν πίσω όσα είχαν δανειστεί μαζί με τους τόκους που είχαν
συμφωνήσει. Έτσι, δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που χάσανε ολάκερο το βιος
τους, σπίτια, αγρούς, μποστάνια, κοπάδια ζώων και κατάντησαν στο
τέλος χαμάληδες στην αγορά ή και ζητιάνοι ακόμα, έξω από τα τζαμιά και
τις εκκλησίες.

Free download pdf