Η φήμη του Αρμένη τοκογλύφου ξεπέρασε το Χαλέπι, έφτασε ως
τη Δαμασκό, τη Χαμάς, μέχρι και την Αλεξανδρέττα.... Μολονότι πολλοί
τον είχαν ανάγκη, κανένας δεν είχε να πει καλή κουβέντα γι’ αυτόν, ούτε
απ’ το μιλλέτι του. Λέγανε, πως ο δεσπότης των Αρμένηδων, τον κάλεσε
περισσότερες από μια φορά να τον συνετίσει και να τον φέρει στο δρόμο
του Θεού. Ο τοκογλύφος δεν έπαιρνε από λόγια. Μάλιστα για να κρατά
σφαλιστό το στόμα των παπάδων, έδινε κατά καιρούς λεφτά σε
εκκλησιές, σε μοναστήρια, στον ίδιο το δεσπότη κι έτσι αυτοί έπαυσαν με
τον καιρό να τον ενοχλούν. Είχαν σφαλίσει για τα καλά τα αφτιά τους στα
βογκητά των φουκαράδων, που είχαν καταστραφεί από την απληστία
εκείνου του ανθρώπου.
Ο Αρμένης ζούσε κλεισμένος στο παλάτι του κι από κει έστελνε
παραγγελίες για εμπορεύματα, έκαμνε λογαριασμούς, συμφωνούσε
πωλήσεις κι έδινε διαταγές στους παραστεκάμενους και στους
γραμματικούς του. Εκτός απ’ τα φλουριά του, δεν αγαπούσε τίποτε άλλο.
Τη γυναίκα του την είχε σα δούλα, φυλακισμένη στα ντουβάρια του
παλατιού του. Ποτέ δε μιλούσαν σαν αντρόγυνο, μήτε που έτρωγαν μαζί,
παρά μονάχα σε χρονιάρες μέρες ή για το θεαθήναι, όταν για το συμφέρον
του έκανε τραπέζι σε κάποιον ισχυρό, που είχε την ανάγκη του ή ήθελε να
γυρέψει κάποιο ρουσφέτι. Όποτε είχε ανάγκη σαν άντρας να κοιμηθεί
μαζί της, την καλούσε στο δωμάτιό του κι αυτό ήταν όλο. Με τον καιρό,
έστελνε καβάσηδες σε χωριά ή σε φτωχογειτονιές, που ξεγελούσαν
άβγαλτες φτωχές κοπέλες, σαν τα κρύα τα νερά. Τις κουβαλούσαν στο
παλάτι του αφέντη κρυφά, δήθεν για να δουλέψουν, τάζοντάς τις ένα
σωρό ψέματα κι εκεί ο τοκογλύφος, γλεντούσε με το ζόρι μαζί τους.
Αφού τις χαλούσε, τις πιο πολλές μετά από μια δυο μέρες, τις έδιωχνε
κακήν κακώς, με πέντε παράδες και με απειλές, μην τυχόν κι ανοίξουν το
στόμα τους στον κόσμο. Ήτανε τόσο άκαρδος ο άνθρωπος εκείνος, που
μαγάριζε το σπιτικό του, χωρίς να νοιάζεται δράμι για την ατιμία που
έκαμνε σε βάρος της συζύγου και των παιδιών του.
Έλα όμως, που Κάποιος κοιτάζει από ψηλά και δεν μπορεί ν’
αντέξει το δάκρυ του αδικημένου, ούτε τον πόνο του αθώου. Έρχεται
κάποια στιγμή το πρώτο μαντάτο. Ένα καραβάνι με εμπορεύματα από την
Περσία, έπεσε στους ληστές. Τίποτα δεν σώθηκε. Οι παράδες που έχασε ο
Αρμένης αμέτρητοι. Υπολόγιζε σ’ αυτά τα εμπορεύματα για να είναι
σωστός σε υποχρεώσεις του. Γιατί κι αυτός ως έμπορος, είχε ανοίγματα
σε άλλους του ισναφιού του. Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί σε τούτο
το ντουνιά, παρεκτός κι αν είναι ανθρωπόμορφο αγρίμι....
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1