Ο ΤΥΧΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΕΛ ΝΤΟΥΝΤΑΪ

(dharmaraksita) #1

Οι έμποροι άρχισαν να πιέζουν ζητώντας ο καθένας το δικό του.
Φάνηκαν οι πρώτες στεναχώριες. Έδωσε διαταγή να πουλήσουν χωράφια
και σπίτια στα χωριά, που είχε αποκτήσει από εκείνους που χρώσταγαν
και τα έχασαν από τα ανεξόφλητα χρέη. Ο χρόνος πίεζε, μα μουστερής
για ν’ αγοράσει δεν έλεγε να βρεθεί. Δεύτερο μαντάτο. Πέφτει του θανατά
ο μοναχογιός του. Αν και δεν ασχολούνταν ο ίδιος με το παιδιά, ο γιος
ήταν η περηφάνια του, ο διάδοχός του. Την κόρη που είχε, δεν την
υπολόγιζε, καταπώς έβλεπαν τα πράγματα οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια,
αλλά δυστυχώς ακόμα και σήμερα, μη υπολογίζοντας την αξία της
γυναίκας εμπρός σ’ εκείνη του άνδρα.
Παράτησε τις δουλειές. Πήρε το γιο κι έφυγε για την Ισταμπούλ.
Καμιά ελπίδα απ’ τους γιατρούς. Ξοδεύει ένα σωρό λεφτά και ξεκινάει
ταξίδι με καράβι για την Ιταλία. Του είχαν πει ότι εκεί, μπορεί να έγειανε
ο γιόκας του.
Στο μεταξύ, άφησε στο πόδι του, τον πιο έξυπνο από τους
υποτακτικούς του. Όχι πως του είχε εμπιστοσύνη, αλλά από ανάγκη και
μόνο. Ήξερε ότι ήταν ικανός και πονηρός, σε θέση να τα φέρει βόλτα.
Τελικά γύρισε από την Φραγκιά με άδεια χέρια. Ο γιος πέθανε στα
ξένα και ήταν αδύνατο ν’ αντέξει το κουφάρι βδομάδες ολόκληρες για να
το φέρει στη Συρία. Έτσι το έθαψε στον ξένο τόπο. Ήταν η πρώτη φορά
στη ζωή του, που ο Κεβόρκ ο έμπορος του Χαλεπιού με τ’ όνομα,
αισθάνθηκε πίκρα φαρμακερή, όταν εντελώς καταμόναχος, μ’ έναν παπά
Φράγκο δίπλα του, παράχωσε στο χώμα το καμάρι του. Ήταν η πρώτη
φορά που ένιωσε πόνο στα σπλάγχνα του....
Όσον καιρό ταξίδευε πάνω στο καράβι για να φτάσει στη Συρία,
σιγά σιγά προσπαθούσε να λησμονήσει τα όσα του έγιναν. Άρχισε να
συλλογιέται τις υποθέσεις του και να μηχανεύεται τρόπους, για το πώς θα
κατάφερνε να ξεφύγει από τους εμπόρους που τον πίεζαν ξεγελώντας
τους. Το καράβι ήταν εμπορικό, μα είχε και μερικές καμπίνες για
επιβάτες. Τα βράδια, ο καπετάνιος φώναζε μερικούς από τους επιβάτες
στην ευρύχωρη καμπίνα του, ανάμεσά τους και τον Κεβόρκ.
Γλεντοκοπούσαν μεθώντας με κρασί ή χαρτοπαίζανε. Στο καράβι
υπήρχαν και δυο κοινές γυναίκες, που ταξίδευαν για την Ανατολή,
ελπίζοντας πως θα βρούνε καλύτερη τύχη εκεί. Η μια απ’ αυτές, έκανε τα
γλυκά μάτια στον Αρμένη, αφού οσμίστηκε πως το κεμέρι του ήταν
γεμάτο χρυσά και ασημένια νομίσματα. Ο άνθρωπος ποθούσε να
ξεσκάσει, ήθελε να λησμονήσει, είχε πολύν καιρό να βρεθεί με γυναίκα....
Στην κατάσταση που ήταν, λησμόνησε την επιφυλακτικότητα, που

Free download pdf