διέκρινε τη στάση του απέναντι στους ανθρώπους και έτσι η καλή κυρία,
δε χρειάσθηκε να μηχανευθεί ιδιαίτερους τρόπους, για να τον κάνει
εφήμερο εραστή της , όσο θα κρατούσε το κοινό ταξίδι τους.
Ο Κεβόρκ αραίωσε τις επισκέψεις του στην καμπίνα του
καπετάνιου και περνούσε τις νύχτες του αγκαλιά με την Φράγκισσα
γυναίκα, που δεν αρνιόταν να ικανοποιεί κάθε πάθος του. Η άλλη
γυναίκα παρουσιαζόταν πως τάχαήταν υπηρέτρια της πρώτης κι έτσι είχε
και τούτη το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει στην καμπίνα του Αρμένη. Όταν
το καράβι έπιασε στο λιμάνι της Αλεξανδρέττας οι δυο γυναίκες
κατέβηκαν, φορτωμένες δώρα, αφού είχανε φτάσει πια στον προορισμό
τους. Ο Κεβόρκ θα κατέβαινε στη Λατάκια, ένα λιμάνι παραπέρα.
Όταν πάτησε τη στεριά ο Αρμένης, προς στιγμήν οι σκέψεις του
γύρισαν στις συμφορές του, μα γρήγορα τις έδιωξε και φόρεσε το γεμάτο
υπεροψία προσωπείο του. Σκέφτηκε, πως δεν έπρεπε να φανεί αδύναμος
εμπρός στους παραστεκάμενούς του, που είχαν ειδοποιηθεί εγκαίρως να
τον περιμένουν στο λιμάνι. Δεν αντίκρυσε κανέναν. Περίμενε πλάι στο
μικρό σεντούκι, που είχε φυλαγμένα ρούχα και άλλα χρειαζούμενα.
Κανείς δεν έλεγε να φανεί, όσο κι αν περνούσε η ώρα. Κάποιο λάθος θα
έγινε στη συνεννόηση, σκέφτηκε. Έφερε το χέρι στη μέση, που είχε
περασμένο κατάσαρκα το κεμέρι με τον μικρό θησαυρό που κουβαλούσε
και το ψαχούλεψε, θέλοντας με τούτο τον τρόπο να πάρει δύναμη. Τον
δικό του θεό, τον είχε φυλακισμένο στο κεμέρι. Μπουρίνι σκοτείνιασε το
νου του. Το κεμέρι ήταν άδειο, μα ολωσδιόλου άδειο. Έβαλε το χέρι σε
μια από τις τσέπες του κι έβγαλε κάτι πενταροδεκάρες. Ό,τι είχε και δεν
είχε. Δεν του φτάνανε ούτε για το ταξίδι του ως το Χαλέπι. Πήγε σε μια
γωνιά, ώστε να μην φαίνεται από τους περαστικούς, ξέδεσε κι έβγαλε το
κεμέρι, το άνοιξε. Άδειο, όπως του φάνηκε εξ αρχής. Οι βλαστήμιες δεν
τον σώσανε. Είχε χάσει το θεό που τον έντυνε με περηφάνεια και με
δύναμη.
Τέλος πάντων, αφού τριγύρισε πέρα δώθε, σαν τον πεινασμένο
κόπρο, βρήκε τον τρόπο να δανειστεί από ένα γνωστό του λίγα χρήματα
ως που να φτάσει στο σπίτι του. Είχαν περάσει μήνες που έλειπε. Δεν
ήξερε τί θα έβρισκε.
Ό,τι αντίκρυσε από το μεγαλόπρεπο παλάτι της οικογένειάς του
ήταν ένα κατεστραμμένο από τη φωτιά ρημαδιό. Η βαριά εξώθυρα του
τοίχου που τριγύριζε το μέγαρο ήταν ορθάνοιχτη. Οι κήποι
χορταριασμένοι. Το κτίριο ερείπιο. Η αντοχή του δεν άντεξε ετούτο το
φρικτό θέαμα. Έπεσε καταγής, μπροστά στη θύρα, που μόλις πριν λίγους
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1