μήνες οδηγούσε στα εσωτερικά διαμερίσματα του παλατιού. Ψυχή
ανθρώπου δεν φάνηκε να τον προϋπαντήσει, μονάχα μερικά σκυλιά που
τριγύριζαν αδέσποτα· αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που κράτησαν τα
μάτια του, πριν σωριαστεί στο χώμα, πλησιάζοντας μιαν ανάσα τον
θάνατο.
Από την πίσω μεριά του παλατιού του Αρμένη, σ’ ένα χαμόσπιτο
ζούσε ένας φουκαράς δερβίσης, που πάλευε ολημερίς να ζήσει την
πολυμελή οικογένειά του. Όσο ήταν στις δόξες του ο Κεβόρκ ο γείτονάς
του, μήτε καλημέρα δεν του έλεγε όποτε τύχαινε να συναντηθούν στο
δρόμο. Ο φτωχός άνθρωπος απεναντίας, ποτέ δεν παρέλειπε να τον
χαιρετά, αδιαφορώντας για την ακαταδεξιά του.
Στο σπίτι του δερβίση δεν υπήρχε χρυσάφι, ούτε ασήμι. Μα όλοι
ήταν μονιασμένοι και αγαπημένοι μεταξύ τους, ανδρόγυνο και παιδιά.
Ποτέ δεν είχαν μείνει νηστικοί, ούτε γυμνοί, έστω και αν τα ρούχα τους
ήταν πολυφορεμένα. Ξυπνούσαν το πρωί λέγοντας τη μπασμάλα^28 και
έγερναν να κοιμηθούν τη νύχτα ήσυχοι, λέγοντας αλχάμ ντου λιλλάχ.
Μολονότι το χαμόσπιτο δεν είχε παρά μονάχα δυο δωμάτια, πάντοτε
βρισκόταν ένα στρώμα για κάποιον μουσαφίρη, ακόμα κι αν ήταν
παντελώς ξένος και άγνωστος, που είχε ξεμείνει στο δρόμο, μη έχοντας
τρόπο να περάσει τη νύχτα του. Η γυναίκα του δερβίση, είχε καρδιά
μάλαμα κι ένα χαμόγελο, που θέρμαινε ανασταίνοντας ακόμα κι εκείνους
που είχαν πληγωθεί απ’ το φαρμάκι του πιο σκληρού χειμώνα.
Ο Κεβόρκ ο έμπορος, που δεν ήταν πια έμπορος, κι’ ούτε μετζίτι
δεν είχε στο κεμέρι του, παρά ένας άρρωστος φουκαράς, άνοιξε επιτέλους
ένα πρωί τα μάτια πάνω σ’ ένα στρώμα με καθαρά στρωσίδια, σε μια
γωνιά του χαμόσπιτου του δερβίση γείτονά του. Αντίκρυσε το χαμόγελο
μιας γυναίκας, που του χάιδευε το μέτωπο και τα μαλλιά της κεφαλής.
Άκουσε πιο πέρα χαρούμενες παιδικές φωνές, που του φάνηκαν σαν
κελάηδισμα αηδονιών του Παραδείσου. Έκανε να σηκωθεί, μα το κορμί
δεν υπάκουε στα προστάγματα της βούλησής του. Ήταν ανήμπορος να
κινήσει το δεξί χέρι και πόδι. Άκουσε λόγια αγάπης και παρηγόριας. Του
φάνηκαν μπάλσαμο στην ψυχή. Δεν ήξερε πού βρισκόταν, μα του φάνηκε
σαν όνειρο, αυτό που έβλεπε.
Όσο έλειπε στα ξένα ο Αρμένης, ο γραμματικός που είχε αφήσει
στο πόδι του, φρόντισε να πάρει ό,τι πολύτιμο βρήκε στο σπίτι. Πήρε και
τη γυναίκα και τη θυγατέρα του αφεντικού του και χάθηκε. Οι έμποροι
(^28) Έτσι λέγεται το « μπισμιλλάχ-ιρραχμάν-ιρραχίμ », επίκληση του πολυεύσπλαχνου και πολυέλαιου Αλλάχ. Κάτι
αντίστοιχο με το σημείο του σταυρού, που συνηθίζουν οι Χριστιανοί.