Ο ΤΥΧΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΕΛ ΝΤΟΥΝΤΑΪ

(dharmaraksita) #1

που είχαν λαμβάνειν από τον Αρμένη έβγαλαν αποφάσεις από τους
δικαστές και μοιράστηκαν την περιουσία, σε χτήματα, αγρούς και
υποστατικά, όπου κι αν βρίσκονταν. Φουκαράδες που είχαν καταστραφεί
από την απληστία του τοκογλύφου, όταν μάθανε πως δεν υπήρχαν
φύλακες στο παλάτι, ένα βράδυ βάλανε φωτιά και κάψανε κιτάπια με
χρέη και συμφωνητικά, αφήνοντας το μέγαρο στη μανία της φωτιάς. Δεν
υπήρχε άνθρωπος να νοιαστεί για ό,τι γινόταν και οι αρχές δεν έκαναν
τίποτε.
Ο Αρμένης, όσο ήταν στα καλά του νόμιζε πως ο πλούτος του ήταν
τα λεφτά και η περιουσία του. Αυτά λάτρευε για θεό. Στα σεντούκια που
φύλαγε το χρυσάφι και τα κατάστιχα, όπου κατέγραφαν οι γραμματικοί
του δάνεια, τόκους και οφειλέτες, είχε φυλακίσει την ψυχή του. Νόμιζε
πως είχε δύναμη ήταν πλούσιος και ισχυρός. Διάβαινε στο δρόμο με το
κεφάλι ψηλά, μη δίνοντας προσοχή, παρά μονάχα σε όσους είχε
συμφέρον. Η καλημέρα του ήταν ακριβή και η γλώσσα του δεν είχε μάθει
τον καλό τον λόγο.
Ο δερβίσης είχε βρει το γείτονά του πεσμένο καταγής, μπροστά στα
ερείπια του σπιτιού του και τον συμμάζεψε στο δικό του σπίτι. Φώναξε
γιατρούς και τις πρώτες νύχτες ξενυχτούσε πλάι του, ενώ το πρωί έπρεπε
να φύγει για τη δουλειά. Η γυναίκα του έκανε εντριβές στον άρρωστο
μουσαφίρη και πρόσεχε να μην κάνουν φασαρία τα παιδιά της.
Ο Κεβόρκ δεν έγειανε ποτέ. Άνοιξε τα μάτια του και βρήκε τη
λαλιά του για να ζητήσει έλεος απ’ το Θεό για τα πολλά κρίματά του.
Έκλαψε με φωνή για όσους αδίκησε, για όσους πλήγωσε, για το γείτονά
του τον δερβίση, που όσο ήταν στα καλά του, δεν του έδειχνε πρόσωπο.
Πριν περάσει στον άλλο κόσμο, ένα δειλινό, είχε καταλάβει πια πολύ
καλά, πως είχε οδοιπορήσει σε τούτο το ντουνιά με λάθος τρόπο. Προτού
η ψυχή εγκαταλείψει το σώμα για να γυρίσει στον Πλάστη της, ο Κεβόρκ
ο Αρμένης, σφίγγοντας τα χέρια του δερβίση με όση δύναμη του είχε
απομείνει, ψέλλισε· Για Αλλάχ, για Γκχανίγιου!^29 Ο δερβίσης Ισά, όπως
ήταν το όνομά του, κλείνοντας τα μάτια του σκηνώματος του νεκρού
ψιθύρισε, τη στιγμή που ένα πικρό δάκρυ πότισε το πρόσωπό του:
«τουλάχιστον έφυγες αδελφέ μου από τούτο το ντουνιά, αφήνοντας να
φανερωθεί και πάλι η αχτίδα, που σου είχε εμπιστευθεί ο Αλλάχ... σαλαάμ
αλάικουμ...».
Ο Σεΐχ Ισμαήλ Αμπού Σάλεχ τελειώνοντας τη διήγησή του, σήκωσε
την πήλινη κούπα του και ήπιε τρεις γουλιές νερό. Στη συνέχεια έριξε μια


(^29) Ω Θεέ, ω Εσύ που Είσαι η πηγή του Πλούτου!

Free download pdf