λειτουργία, απόλυτα αναγκαία και συχνά απολαυστική, που όμως, δεν
συνηθίζεται να γίνεται λόγος γι’ αυτήν δημόσια.
Ήταν αντίθετος με τους βλαμμένους εποίκους στη Γάζα και στη
Δυτική Όχθη, αλλά κατά βάθος ένιωθε και ο ίδιος ανώτερος από τους
ταλαίπωρους Άραβες, που φαίνεται πως η ιστορική μοίρα τους είχε
καταδικάσει, στη σύγκρουση με το λαό Ισραήλ, να είναι, τις περισσότερες
φορές, οι εξευτελιστικά χαμένοι.
Η ψυχή του, σκεφτόταν, είχε γίνει ένας σωρός προσανάμματα από
ξύλο πεύκου. Τη σπίθα της φωτιάς την έριξαν εκείνοι οι κόπανοι της
Μοσάντ με τη γελοία ανάκρισή τους. Ο Αμπραάμοβιτς, με την όλη
γκροτέσκο σκηνοθεσία που έστησε, με το ανόητο πρόσχημα της
ανακοίνωσης της προαγωγής του, φύσηξε για να φουντώσει η φωτιά μέσα
του. Οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει στο παλαιστινιακό χωριουδάκι,
βοήθησαν να κυκλωθεί όλη του η ύπαρξη από την πυρκαγιά που τελικά
τον λύτρωνε.
Κατάρρευσαν οι μύθοι που συντηρούσαν την ταυτότητά του ως
Εβραίου, από τη σκοπιά της διαφορετικότητας έναντι των άλλων,
καταρρακώθηκαν οι φαντασιώσεις που φύλαγε με κάθε μέσο, που τον
έκαναν να νομίζει πως διαφέρει από τους φανατικούς ανεγκέφαλους, με
τα μαύρα κιπά και τα μακριά τσιτσίτ, που κρέμονται δεξιά και αριστερά
τους, κάνοντάς τους γραφικούς. Είχε χάσει οποιοδήποτε έρεισμα, από όσα
είχε εφεύρει μέχρι τώρα για να εμφανίζεται ως διανοούμενος με ανοικτή
σκέψη και απροκατάληπτες μεταφυσικές αναζητήσεις. Ο Ιουδαϊσμός του,
αποκαλύφθηκε σαν ένα καλογυαλισμένο κέλυφος νεκρής χελώνας, ένα
συνονθύλευμα ανούσιων τύπων, ενώ η φανατική προσήλωσή του στην
κασέρ κουζίνα, παρ’ όλα τα θετικά της, καταντούσε διατροφικός
μαζοχισμός, λόγω των δικών του εμμονών.
Ένιωθε μια πίκρα στο στόμα κι ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δεν ήταν
πλέον τίποτε άλλο, παρά μόνον άνθρωπος, ένας άνθρωπος χωρίς
επιθετικούς προσδιορισμούς, όπως τόσα δισεκατομμύρια ομοίων του σε
όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Παρ’ όλες τις τραγικές
αποκαθηλώσεις των φαντασιώσεων και των μύθων που συγκροτούσαν
επίπλαστα το προσωπείο του, ως το κάτιτις, αυτό που συνέλαβε πριν λίγα
δευτερόλεπτα, δηλαδή, ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε
λιγότερο από μια ανθρώπινη ύπαρξη και μόνο, ήταν μια σπίθα ελπίδας,
μια παραμυθία. Όσο συλλογιζόταν τα πράγματα, τόσο ευλογούσε τον Σεΐχ
Ισμαήλ, που χωρίς να του πει οτιδήποτε, είχε καταφέρει μ’ έναν τρόπο
αξεδιάλυτο ακόμα, να ανατρέψει όλα τα είδωλα, που κρατούσαν την ψυχή
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1