Ο ΤΥΧΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΕΛ ΝΤΟΥΝΤΑΪ

(dharmaraksita) #1

Έκλεισε ευλαβικά το Βιβλίο και στάθηκε προς στιγμή σκεφτικός και
αμίλητος.
«Μπισμ-ιλλάχ-ιρραχμάν-ιρρχαχίμ», με την απαγγελία της
μπασμάλα ο Σεΐχης έσπασε τη σιωπή του και συνέχισε: «Διαβάζοντας
τους στίχους από το ιερό Κοράνι, θυμήθηκα μιαν ιστορία, που άκουσα
πριν πολλά χρόνια και διατηρώ αλησμόνητη στη μνήμη. Δεν μπορώ παρά
να τη μεταφέρω για χάρη σας αυτή την ώρα.
“Κάθε πρωί, χειμώνα καλοκαίρι, με κρύο, βροχή, χιόνια ή ζέστη,
εμπρός στην κυρία πύλη του περίφημου τζαμιού Σουλεϊμανιγιέ της
Ισταμπούλ, όλοι όσοι έρχονταν να προσκυνήσουν συναντούσαν δύο
ζητιάνους, ντυμένους στα κουρέλια. Είχαν την ίδια ταλαιπωρημένη όψη
και ως την ώρα του εσπερινού ναμάζ, προσπαθούσαν με παρακαλετά και
κλάψες να μαζέψουν λίγα γρόσια για να ησυχάσουν την πείνα τους.
Ο ένας, που καθόταν στη δεξιά πλευρά της πύλης, απλώνοντας ένα
μπακιρένιο τάσι προς τους περαστικούς παρακαλούσε, με φωνή θλιμμένη,
να τον ελεήσουν, επικαλούμενος το όνομα του πολυχρονεμένου Σουλτάν
Μαχμούντ , που βασίλευε εκείνη την περίοδο στην απέραντη
Αυτοκρατορία των Οσμανλήδων. Στ’ αριστερά της πύλης καθόταν ο
άλλος ζητιάνος. Ετούτος, καθώς άπλωνε στους προσκυνητές την παλάμη
του ανοιχτή, ζητούσε την ελεημοσύνη τους στο Όνομα του Αιώνιου
Μαχμούντ.
Τα χρόνια περνούσαν ολόιδια απαράλλαχτα και για τους δυο
ζητιάνους. Οι ιμάμηδες του τζαμιού, οι μουεζίνηδες και οι ουλεμάδες
τους γνώριζαν πολύ καλά και κάθε τόσο τους στέλνανε με κάποιον
υπηρέτη, είτε τρόφιμα, είτε κάνα δυο γρόσια.
Μιαν ημέρα ο Σουλτάν Μαχμούντ Χαν, ντύθηκε με χωριάτικα
ρούχα και παίρνοντας μαζί τον πιο έμπιστο από τους σωματοφύλακές του
βγήκαν κρυφά απ’ το παλάτι. Ήθελε να τριγυρίσει στα καλντερίμια της
πόλης, να πάει στα παζάρια, να μπει στους καφενέδες, να δει με τα ίδια
του τα μάτια πως ζούνε οι υπήκοοί του, ν’ ακούσει τα παράπονά τους και
να νιώσει τα ντέρτια που τους βασάνιζαν.
Γύρισαν από δω, γύρισαν από κει. Μπήκαν σ’ ένα μικρό καφενέ
πλάι στο Βόσπορο. Σύχναζαν οι χαμάληδες του λιμανιού και οι ψαράδες.
Βρωμούσε ιδρώτα και ψαρίλα. Το μάτι του ανθρώπου δύσκολα συνήθιζε
εκεί μέσα, έτσι σκοτάδι που ήταν, αφού ο ήλιος δεν χωρούσε να περάσει
απ’ τους στενούς φεγγίτες του καφενέ. Ο Παντισάχ παράγγειλε τσάι και
ναργιλέ παρέα με τον σωματοφύλακά του κι έστησε αφτί. Άκουσε

Free download pdf