βρισιές, βλαστήμιες, οργισμένες κουβέντες. Κακή κουβέντα για λόγου
του δεν ξέφυγε από κανέναν. Μα δεν του ξέφυγαν τα παράπονα και οι
κατηγόριες για υπαλλήλους και αυλικούς, που έκαμναν περιουσίες
ξεζουμίζοντας τους φτωχούς και πίνοντας το αίμα εκείνων που η φωνή
τους δεν έφτανε ως το ντιβάν. Όταν μεσημέριασε ο σουλτάνος πείνασε.
Όπως θα έκανε ο οποιοσδήποτε χωριάτης που βρέθηκε στην Ισταμπούλ,
λιμπίστηκε μύδια με λεμόνι, που είδε να πουλάει αραδιασμένα σ’ ένα
ταψί ένας αμούστακος νεαρός, που στεκόταν διαλαλώντας τους μεζέδες
του στους περαστικούς, λίγο παρέκει από την πορτάρα του Μισίρ τσαρσί.
Σκεφτικός μα ικανοποιημένος από τη βόλτα του ο σουλτάνος, πριν
γυρίσει στο σαράι ζήτησε να προσκυνήσει στο Σουλεϊμανιγιέ τζαμί, όπου
βρίσκεται το τούρμπε του Σουλτάν Σουλεϊμάν Κανουνί. Διαβαίνοντας την
πύλη ούτε καν πρόσεξε τους δυο ζητιάνους. Μα μόλις πέρασε,
κοντοστάθηκε, αφού του φάνηκε πως άκουσε να τον επικαλούνται.
Πράγματι, του έκανε εντύπωση, που ένας από τους δυο, εκλιπαρώντας
την ελεημοσύνη των προσκυνητών, επικαλούνταν το δικό του όνομα.
Πρόσεξε και τον άλλον ζητιάνο, που γύρευε το έλεος των περαστικών στο
Όνομα του Μαχμούντ του Αιώνιου, γιατί Μαχμούντ είναι ο Αλλάχ, που
σημαίνει ο μόνος Δοξασμένος, ο Άξιος επαίνων.
Αφού προσευχήθηκε στο τζαμί και στον τάφο του ένδοξου
προκατόχου του, την ώρα που θα έβγαινε στο δρόμο, ρώτησε με σκόπιμη
αφέλεια έναν ηλικιωμένο ζαπτιέ που είδε, αν ήξερε επί πόσα χρόνια
καθόταν σε τούτη τη γωνιά ο ζητιάνος, που ασταμάτητα γύρευε
ελεημοσύνη στο όνομα του πολυχρονεμένου Παντισάχ. Ο ζαπτιές του
απάντησε γελώντας: Πώς φαίνεσαι ότι είσαι άξεστος χωριάτης. Πάνε
παραπάνω από είκοσι χρόνια που είμαι σ’ αυτό το πόστο κι αυτός ο
φουκαράς κάθεται στη γωνιά του όλον αυτόν τον καιρό φωνάζοντας το
όνομα του σουλτάνου μας, μα χαΐρι και άσπρη μέρα δεν αξιώθηκε.
Ψίχουλα μαζεύει ολημερίς, που δεν ξέρω πως τα φέρνει βόλτα και τρέφει
τη φαμίλια του. Ο Σουλτάν Μαχμούντ συγκινήθηκε τόσο πολύ, που
δάκρυσε, με την αφοσίωση που διαπίστωσε σ’ εκείνο τον παραπεταμένο
ραγιά του.
Στο σαράι ο σουλτάνος δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το νου του το
ζητιάνο, που τον επικαλούνταν επί τόσο χρόνια για να ξυπνήσει το έλεος
στις καρδιές των περαστικών. Τελικά πήρε την απόφασή του. Έδωσε
παραγγελία στον αρχιμάγειρα του παλατιού να φτιάξει το καλύτερο
πιλάφι του και να του το φέρει σε μια μεγάλη πιατέλα. Δε χρειάστηκαν
ώρες για να ικανοποιηθεί η απαίτηση του Παντισάχ. Μόλις του φέρανε το
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1