πιλάφι στην πιατέλα, διέταξε με κάθε εχεμύθεια τον θησαυροφύλακά του
να του φέρει δέκα πουγκιά με χρυσά φλουριά. Ο ταλαίπωρος ο άνθρωπος
τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια και σκέφτηκε: Τί τον έπιασε τον
μεγαλειότατο και μου γυρεύει να του φέρω ολάκερη περιουσία! Μα πού
να τολμήσει να ξεστομίσει λέξη.... Όταν του φέρανε και τα πουγκιά,
έδιωξε τους πάντες απ’ τον καλόν οντά και κράτησε μονάχα τον έμπιστό
του σωματοφύλακα που είχανε κάνει μαζί την κρυφή βόλτα. Ζήτησε τη
βοήθειά του κι έκρυψε μέσα στο πιλάφι τα πουγκιά με το χρυσό, έτσι που
διόλου δεν φαινόντουσαν, αφού ταίριαξε στην εντέλεια την πιατέλα με το
πιλάφι, όπως την είχε κάνει ο αρχιμάγειράς του. Μετά έδωσε εντολή στον
άνθρωπό του να φωνάξει τον Μεγάλο Βεζίρη, που κατέφθασε στη στιγμή.
Με κοφτές λέξεις του μίλησε για τον ζητιάνο που επί χρόνια
επικαλούνταν το δικό του όνομα για να ξυπνήσει τη συμπόνια των
προσκυνητών στο τζαμί και πως ήθελε να του δείξει την ευαρέσκειά του,
στέλνοντάς μια πιατέλα με πιλάφι, μαγειρεμένο από τον αρχιμάγειρα του
σαραγιού. Έδωσε λοιπόν εντολή στον Μεγάλο Βεζίρη να πάει την
πιατέλα με το πιλάφι ο ίδιος στον φουκαρά το ζητιάνο, μη τυχόν και
παραπέσει. Μάλιστα του διευκρίνισε, πως παραδίπλα στον ζητιάνο που
ήθελε να ευαρεστήσει, καθόταν κι ένας άλλος φουκαράς, που
επικαλούνταν τον Μαχμούντ Αλλάχ.
Ο Βεζίρης με τη συνοδεία του πήγε στην πύλη του Σουλεϊμανιγιέ
και δεν χρειάστηκε να κουραστεί για να βρει τον άνθρωπο που ζητούσε.
Μόλις πλησίασε να μπει στον περίβολο του τζαμιού, ο ζητιάνος,
επικαλούμενος το όνομα του Σουλτάν Μαχμούντ έσπρωξε εμπρός στον
άρχοντα το αδειανό τάσι, ζητώντας του ελεημοσύνη. Ο Μεγάλος Βεζίρης,
που αγνοούσε το θησαυρό που ήταν κρυμμένος κάτω απ’ το πιλάφι,
πρόσταξε έναν υπηρέτη να φέρει την πιατέλα και πλησίασε στον
κακόμοιρο ζητιάνο. Σκύβοντας στη μεριά του είπε: «Ο Παντισάχ, έμαθε
πως χρόνια τώρα τον επικαλείσαι και για να σου δείξει την ευαρέσκειά
του, στέλνει τούτο το πιλάφι, που έβαλε τον αρχιμάγειρα του παλατιού να
το φτιάξει για σένα και μόνο». Ο ζητιάνος ακούγοντας τα λόγια του
άρχοντα, έγινε θηρίο. Τα μάτια του αγρίεψαν, τα χείλια του άρχισαν να
τρέμουν και με ορμή σηκώθηκε ορθός κι άρχισε να βρίζει τον άνθρωπο
που ήθελε να τον ευεργετήσει με ακατονόμαστα λόγια. «...Με μια πιατέλα
πιλάφι θέλει να με ξεφορτωθεί ο πολυχρονεμένος μας αφέντης; Εμένα
που τόσα χρόνια μάλλιασε η γλώσσα μου να φωνάζω το άθλιο όνομά του.
Φύγε από μπροστά μου κι εσύ και ο σουλτάνος σου, να μην σου πετάξω
στο κεφάλι το πιλάφι και την πιατέλα μαζί, ζεβζέκηδες...». Ένας από τους
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1