ακολούθους του Βεζίρη ξεζώστηκε στη στιγμή τη σπάθα του, έτοιμος να
κόψει το κεφάλι του βλάσφημου, μα ο Βεζίρης του έκανε νόημα να
ησυχάσει. Επέστρεψε στο παλάτι βουτηγμένος σε σκέψεις που μοιάζανε
με μπερδεμένο κουβάρι. Να έλεγε τα καθέκαστα στο Σουλτάνο, να του τά
’κρυβε; Δεν ήξερε πώς να πράξει. Προτίμησε να μην μιλήσει για λίγες
μέρες.
Ο Σουλτάνος την επομένη κιόλας τον ρώτησε αν παρέδωσε το
πιλάφι στον ζητιάνο και όταν πήρε θετική απάντηση ένιωσε βαθιά
ικανοποίηση. Φαντάστηκε την έκπληξη του φουκαρά, όταν στο σπίτι του
θα ανακάλυπτε το θησαυρό που έκρυβαν οι κόκκοι του πιλαφιού και του
ξέφυγε ένα χαμόγελο ευχαρίστησης, για το καλό που είχε κάνει σ’ ένα
φτωχό άνθρωπο.
Τα πράγματα όμως, δεν έγιναν έτσι. Ο ζητιάνος ήταν πυρ και μανία,
με την κοροϊδία, όπως νόμιζε του σουλτάνου και συνέχισε να βρίζει και
να φτύνει, να βλαστημά και να καταριέται σουλτάνους και σουλτάνες,
πρίγκιπες και μπέηδες και βεζίρηδες, μαζί και όλα τους τα σόγια. Είχε
μαζευτεί τριγύρω του κόσμος. Οι ζαπτιέδες τον άκουγαν μα δεν
τολμούσαν να τον πάρουν στη φυλακή, αφού ο ίδιος ο Μεγάλος Βεζίρης
τον είχε αφήσει ατιμώρητο. Κάποια στιγμή ήταν έτοιμος να δώσει μια
κλωτσιά και να πετάξει την πιατέλα, σκορπίζοντας το πιλάφι στο δρόμο.
Τότε ο ζητιάνος που στεκόταν υπομονετικά στην άλλη μεριά της πύλης
και είχε να θρέψει πέντε στόματα με τη ζητιανιά, τον παρακάλεσε να μην
πετάξει την πιατέλα, αλλά να του τη δώσει για να χορτάσει, έστω για ένα
βράδυ η οικογένειά του. «Πάρ’ το πιλάφι ρε φουκαρά, μα μην τολμήσεις
ούτε να συλλογιστείς ευχή για τον σκληρόκαρδο σουλτάνο μας. Σε μένα
χρωστάς το τάισμα της φαμίλιας σου γι’ απόψε...». Ο άλλος τον
ευχαρίστησε χίλιες φορές, μάλιστα έσκυψε να του φιλήσει και τα πόδια,
ενώ από μέσα του έδινε ευχές και στον σουλτάνο, που άθελά του,
πρόσφερε για σήμερα το φαγητό της δύσμοιρης οικογένειάς του.
Ο Σουλτάν Μαχμούντ μετά από δέκα μέρες περίπου, καβάλα στο
άλογο και με την ακολουθία του πήγε στο τζαμί. Με κατάπληξη άκουσε
τον ζητιάνο να εκλιπαρεί τους περαστικούς για ελεημοσύνη, φέρνοντας
και πάλι στο στόμα του το όνομά του. Πρόσεξε πως ήταν μονάχος στην
πύλη. Ο άλλος ζητιάνος έλειπε. Ούτε που έριξε το βλέμμα πάνω του,
παρά σκέφτηκε: Τί ταμαχιάρης άνθρωπος στ’ αλήθεια! Εγώ του έδωσα
μιαν ολόκληρη περιουσία κι αυτός συνεχίζει να ζητιανεύει....
Μόλις επέστρεψε στο σαράι έδωσε διαταγή στο Βεζίρη του να
μάθει λεπτομέρειες για το ποιόν του ανευχαρίστητου ζητιάνου και να του
dharmaraksita
(dharmaraksita)
#1