Ο ΤΥΧΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΕΛ ΝΤΟΥΝΤΑΪ

(dharmaraksita) #1

μπορούσε να αφανισθεί, όπου κι αν είχε τρυπώσει. Στο Ντεΐρ Καντίς
κανένας δε θυμόταν να υπήρχε γιατρός. Στις αρρώστιες τους οι χωρικοί
τρέχανε στον Σεΐχη. Κι αυτός, είτε έδιωχνε το κακό με την ευχή του, είτε
έφτιαχνε κάποιο φάρμακο από βότανα, που μάζευε ο ίδιος τις κατάλληλες
εποχές, είτε έκανε εντριβές, με πολλήν υπομονή στα πονεμένα μέλη και
οι άρρωστοι σηκώνονταν απ’ το κρεβάτι γιατρεμένοι. Με βαθύ σεβασμό
και αγάπη, όλοι, μικροί και μεγάλοι, γυναίκες και άντρες, τον
αποκαλούσαν «ο Σεΐχης μας», γιατί ένιωθαν πως ήταν ο πατέρας ολωνών
και ήταν σε θέση να τους οδηγεί στο δρόμο του Αλλάχ.
Μετά το βραδινό ναμάζι τα καλοκαίρια, όταν έπεφτε πια η κάψα
του ήλιου και δρόσιζε μια στάλα, έξω απ’ το τζαμί μαζεύονταν ένα γύρο
άντρες και παιδιά στην πρώτη σειρά, πιο πίσω γυναίκες και νεαρές
κοπέλλες, έχοντας στη μέση τον Σεΐχη. Όλοι κάθονταν καταγής. Με τα
αφτιά ορθάνοιχτα άκουγαν τις ιστορίες που τους έλεγε. Σταματούσε, όταν
πια είχε προσέξει τα πρώτα μάτια να βαραίνουν, έτοιμα να παραδοθούν
στον ύπνο κι ενώ το φεγγάρι είχε ήδη προχωρήσει αρκετά στο δρόμο του.


Ο Σεΐχ Ισμαήλ Αμπού Σάλεχ έφτασε σε βαθιά γεράματα. Όλοι
εκείνοι, που τόσα χρόνια τον άκουγαν, τον συμβουλεύονταν ή έτρεχαν να
του φιλήσουν το χέρι για να λάβουν την ευχή του, είχαν αρχίσει να
ασπρίζουν. Ο χρόνος όμως, δεν είχε καταφέρει να κλέψει από τη μνήμη
τους, όλα όσα είχαν ακούσει από το στόμα του. Η ωριμότητα τους είχε
αξιώσει να καταλάβουν, πως οι ιστορίες του Σεΐχη τους δεν ήταν
παραμύθια, για να περνά απλά η ώρα, μα αληθινά διαμάντια που
ακτινοβολούσαν φως. Ανάλογα με τον τρόπο που δεχόταν ο καθένας και
η καθεμιά, αυτά που ιστορούσε ο Σεΐχης κάθε φορά, λες και ένα από τα
ενενήντα εννιά υπέροχα Ονόματαvi
του Πολυεύσπλαγχνου, αποκάλυπτε τη
δύναμη και τη χάρη του εμπρός τους. Δεν έλειπαν κι εκείνοι, λιγοστοί είν’
αλήθεια, που η καρδιά τους στέναζε ακατάπαυστα από πόθο και πύρωνε
από το ασκvii. Σ’ αυτούς, αποκαλύπτονταν με το άκουσμα των λόγων του
γέροντα και τα ενενήντα εννιά Ονόματα του Αλλάχ κι ακόμα
περισσότερα.


Όταν πια ο Σεΐχης Αμπού Σάλεχ δεν μπορούσε να φροντίζει τα
ζωντανά και να μαζεύει τις ελιές, άφησε ό, τι είχε και δεν είχε στο γιο
του τον Αχμέντ. Ήταν ο μόνος που δεν είχε αγαπήσει τα γράμματα κι
αρκέστησε σε όσα είχε μάθει στο δημοτικό. Αλλά ήταν και ο μόνος από
τα παιδιά του Αμπού Σάλεχ, που με τη θέλησή του δεν εγκατέλειψε ούτε

Free download pdf