Ο ΤΥΧΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΕΛ ΝΤΟΥΝΤΑΪ

(dharmaraksita) #1

ανθρώπινο. Και ξέρεις τί ανακάλυψα; Ότι το βλέμμα τους ήταν το ίδιο
τρυφερό και ζεστό με το δικό μας. Ήταν η πρώτη φορά που μου δόθηκε η
ευκαιρία να γνωρίσω τους γείτονές μου, τους πιο κοντινούς μου
ανθρώπους. Δεν αισθάνομαι να με συνδέουν πολλά με τον Εβραίο της
Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου ή του Ρότερνταμ. Απεναντίας, με τους
Παλαιστίνιους του Ντεΐρ Καντίς μοιράζομαι τον ίδιο ουρανό και ξεδιψάω
από το ίδιο νερό ...». Δεν έσωσε τα λόγια της γιατί βούρκωσε. Την
έκλεισα στη αγκαλιά μου και τη φίλησα τρυφερά σκουπίζοντας με τα
χείλια μου τα δάκρυά της. Η Σάρρα ήθελε να μου μιλήσει κι άλλο. Έτσι
συνέχισε: «Είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς ραβίνους, σοφούς και
άγιους. Υπήρξε μια περίοδος, όταν υπηρετούσα στο Γκολάν, που με κάθε
ευκαιρία κατέβαινα στη Τσφαντ, όπου είχα γνωρίσει μερικούς
θαυμάσιους μελετητές της Καμπαλά. Δεν ήταν από τους γνωστούς, που
διαφημίζουν την ενασχόλησή τους με την αναζήτηση του δρόμου του
Θεού, ούτε εμφανίζονταν σα δάσκαλοι. Ήταν αυθεντικοί άνθρωποι, της
καθημερινής ζωής, που ζητούσαν πυρπολημένοι από ιερό πάθος να
αφήσουν τις υπάρξεις τους να απορροφηθούν στο υπέρλαμπρο φως της
Σεκινά. Μου πρόσφεραν πολλά και πάντοτε τους θυμάμαι με αγάπη και
ευγνωμοσύνη. Αλλά θα σου πω τούτο. Την ψυχή μου, δεν αισθάνθηκα
έτοιμη να την αφήσω στα πόδια κανενός από όλους αυτούς. Τόσα χρόνια,
με τόσους ανθρώπους του Θεού και δεν μπόρεσα να βρω τον άνθρωπο
που θα παρέδιδα στα χέρια του την ύπαρξή μου για να με βάλει στο
δρόμο του Θεού.
Στη λίγη ώρα που μείναμε με τον Σεΐχη Ισμαήλ η καρδιά μου άνοιξε
μπροστά του και χωρίς διόλου διανοητικές διεργασίες, του έχω
εμπιστευτεί την ψυχή μου.... Κάπου είχα διαβάσει τούτο, που το
θυμήθηκα, όταν φεύγαμε χθες από το Ντεΐρ Καντίς: “Ο δάσκαλος
περιμένει υπομονετικά το μαθητή, ακούραστος, με ανοιχτή αγκαλιά.
Ενόσω ο άνθρωπος επιμένει στον πόθο του, θα έρθει η ώρα της
συνάντησης, οπότε ο μαθητής θα αναγνωρίσει το δάσκαλό του και η
καρδιά του θ’ ανθίσει αβίαστα μπροστά του, όπως τα νυχτολούλουδα
ανοίγουν με το πρώτο άγγιγμα της δροσιάς της νύχτας”. Ο Σεΐχ Ισμαήλ
ξεκλείδωσε την ψυχή μου. Στο πρόσωπό του αναγνώρισα το δάσκαλο,
που ζητούσα ακατάπαυστα επί τόσα χρόνια. Θα πρόσεξες με πόση
τρυφερότητα και θέρμη με υποδέχθηκε, αν και του ήμουν παντελώς
άγνωστη κι έφτανα στον τόπο του από έναν εχθρικό κόσμο. Η συνείδησή
μου με πληροφορεί πως ο γέροντας Σεΐχης με περίμενε και αντικρύζοντας
τη μορφή μου, με κατάλαβε.... Αυτή η συνάντηση, δεν μπορώ να σου

Free download pdf