εξηγήσω, αλλά κάτι μου λέει, πως είναι, ό,τι πιο πολύτιμο μου έχει συμβεί
στη ζωή.... Φαντάζομαι να καταλαβαίνεις ότι ενεργώ πέρα ως πέρα
συνειδητά και αυτόβουλα, θέλοντας να πάω στο χωριό του Σεΐχη. Δεν θα
αφήσω εύκολα να μου στερήσει ο οποιοσδήποτε το δικαίωμα να
βρίσκομαι σ’ επαφή μ’ αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο».
Σιώπησα. Σκέφτηκα πως όλα όσα συνέβαιναν μετά τη γνωριμία του
καθενός από μας με τον Σεΐχ Αμπού Σάλεχ ήταν ένα μυστήριο, ένας
γρίφος στο μονοπάτι της αναζήτησης....
Το κομάντο για το Ντεΐρ Καντίς ήταν πανέτοιμο σύντομα και
αναχώρησε λίγο πριν τις ένδεκα το πρωί. Οι τρεις που μείναμε στο σπίτι
καθόμασταν βυθισμένοι στη σιγή που συχνά επιβάλλει η αγωνία για το
άγνωστο και το απροσδόκητο. Κάποια στιγμή η σιωπή έσπασε. Χτύπησε
ένα από τα δύο κινητά. Το κουδούνισμά του μου τρύπησε τα αφτιά και
μου τίναξε το νευρικό σύστημα. Μάλλον και ο Ελιάχου και ο Μίχαελ
πρέπει να ένιωσαν το ίδιο τράνταγμα. Απάντησε ο Ελιάχου. Άκουγε
μονάχα. Μετά από ένα «οκέι», έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας « μπαρούχ
χαΣέμ » ολοφάνερα ανακουφισμένος. «Φτάσανε χωρίς κανένα πρόβλημα
ως το χωριό με το αυτοκίνητο. Δεν είχαν οποιαδήποτε ανεπιθύμητη
συνάντηση στη διαδρομή. Ο Ράφαελ τους πέρασε από μέρος που δεν το
καταδέχονται οι άνθρωποι κι έτσι δεν άπλωσε εκεί συρματόπλεγμα ο
στρατός», ήταν η ενημέρωση που μας έκανε ο Μίχαελ μετά το
τηλεφώνημα του Ελί. Tο μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να
περιμένουμε ....
Είχαμε την αίσθηση πως ο χρόνος δεν κυλούσε. Έφτασε η ώρα
τρεις, μετά το μεσημέρι και χτύπησε ένα από τα κινητά. Ο Ελιάχου
σηκώθηκε, λες και είχε ελατήριο, άρπαξε το τηλέφωνο και δεν άρθρωσε
λέξη, παρά μόνον άκουγε. Ήταν η Σάρρα. Όλα πήγαιναν καλά. Ο Σεΐχης
δεν ήξερε πώς να τους ευχαριστήσει για την επίσκεψή τους. Είχε
συγκινηθεί που ενόσω τους αγκάλιαζε, έναν έναν για το καλωσόρισμα,
έκλαιγε χωρίς σταματημό, σαν μικρό παιδί. Πριν νυχτώσει θα βρίσκονταν
κοντά μας. Αυτά μας μεταβίβασε ο Ελιάχου. Κατά κάποιο τρόπο
αναθαρρήσαμε και διαπιστώσαμε πως είχαμε πεινάσει. Χρέη μαγείρου
ανέλαβε ο Μίχαελ. Ετοίμασε μια θαυμάσια ομελέτα με ζαμπόν
γαλοπούλας, μια σαλάτα με χόρτα και άνοιξε ένα λευκό κρασί του
Γκολάν. Αντί για ψωμί μας πρόσφερε αραβικές πίτες, που είχε ζεστάνει
προηγουμένως. Τρώγαμε αμίλητοι. Και οι τρεις μας δείχναμε νηστικοί για
μέρες. Όσο σκεφτόμουν αργότερα τη βουλημία μας, μια εξήγηση μονάχα