Στο μοσάβ Μοντιίν, έτσι λέγεται το χωριό του φίλου μου ζουν
επίσης δυο Αμερικανοεβραίοι, περίπου, συνομήλικοί μας, ο Μίχαελ
Άντελμαν και ο Ελιάχου Μπρίλιαντ, που επιμένουν και διατηρούν ακόμα
τον ενθουσιασμό που είχαν, όταν εγκαταστάθηκαν στο Ισραήλ μετά την
αλιγιάxi τους. Οι τρεις τους μαζί με τον Ράφαελ Μπεν Αμί, ένα κοντό
σγουρομάλλη σάμπραxii , λίγο μεγαλύτερο σε ηλικία, που είναι ο
κτηνίατρος του χωριού, αποτελούν μια υπέροχη παρέα. Μοιράζονται το
ίδιο σπίτι και συνυπάρχουν ευχάριστα, παρά τις διαφορές που είναι
ολοφάνερες μεταξύ τους. Οι δυο Αμερικάνοι, είναι Ασκεναζίμxiii και
μάλιστα ο Ελιάχου προέρχεται από οικογένεια χαρεντίμxiv του Μπρούκλιν.
Ο ίδιος έχει προσαρμοστεί χωρίς αντιστάσεις στον τρόπο ζωής του
μοσάβ, που σε γενικές γραμμές, μάλλον δεν θα ικανοποιούσε ένα θρήσκο
με τις δικές του καταβολές. Ο Ελιάχου δουλεύει στο μοσάβ ως δάσκαλος
της αγγλικής, της γεωγραφίας και της ιστορίας στο σχολείο, διδάσκοντας
συγχρόνως τα μυστικά της φωτογραφικής τέχνης σε κύκλους μαθημάτων
για ενήλικες. Ο Μίχαελ που είχε δουλέψει σε χρηματιστηριακή εταιρία
της Wall Street ως αντικρυστής, προσφέρει τις υπηρεσίες του στο γραφείο
του μοσάβ, κρατώντας λογιστικά βιβλία, πνιγμένος συνήθως στις
αποδείξεις και τους λογαριασμούς του. Ο Ράφαελ είναι Σεφαραντίxv , με
καταγωγή από την Τουρκία. Γυμνάζεται πολύ και παλιότερα ήταν
αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης. Παρόλο που δεν είναι θρήσκος
τηρεί όλες τις παραδόσεις του Ιουδαϊσμού, η διατροφή του είναι
αποκλειστικά κασέρxvi και φροντίζει να μην λείπει από το καμπαλάτ
Σιαμπάτxvii.
Οι τέσσερις φίλοι δίνουν την εντύπωση πως είναι εργένηδες εκ
πεποιθήσεως. Εκτός από τον Ράφαελ που είναι διαζευγμένος, χωρίς
παιδιά, οι άλλοι δεν έχουν γευτεί τα καλά του γάμου ποτέ, χωρίς να
δείχνουν πως τους απασχολεί. Το σπίτι τους λειτουργείε σαν κοινόβιο.
Σε μια δύσκολη περίοδο που η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν
χάλια και ένιωθα την ανάγκηα να ξεφύγω λιγάκι από τη ρουτίνα, δέχθηκα
χωρίς δεύτερη σκέψη μια απροσδόκητη πρόσκληση του φίλου μου του
Ελί και πέρασα μερικές μέρες στο Μοντιίν, απολαμβάνοντας την
φιλοξενία της συμμορίας των εργένηδων, όπως τους αποκαλούσα με
χιούμορ.