του, ο γέροντας πλησίασε το σημείο που διαχώριζε τους δυο τομείς. Ο Ελί
και η Σάρρα έτρεξαν προς τη μεριά τους, ενώ ο Γιοέλ περίμενε. Οι
αστυνομικοί με πολλή ευγένεια τους παραχώρησαν το μέρος όπου
κάθονταν μέχρι πριν λίγο, κάτω από μια τέντα που πρόσφερε σκιά και
όπου υπήρχαν τρεις καρέκλες.
Ο Σεΐχ Ισμαήλ κάθησε στη μια καρέκλα, ενώ στις άλλες δύο
βολεύτηκαν η Σάρρα και ο Γιοέλ. Ο Ελί και η Φάτιμα κάθονταν πλάι τους
όρθιοι, με τέτοιο τρόπο, ώστε οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί να μην
είναι σε θέση να παρακολουθούν. Ο Σεΐχης μετά τις συνηθισμένες
κουβέντες που ανταλλάσσονται σε συναντήσεις αγαπημένων προσώπων,
μετά από καιρό, σηκώθηκε και έκλεισε στην αγκαλιά του τη Σάρρα, όπως
ένας πατέρας τη θυγατέρα του. Μουρμούρισε διάφορα λόγια, που δεν
ακούγονταν και στη συνέχεια τη φίλησε τρεις φορές στο μέτωπο. Κατόπιν
ήρθε η σειρά του Γιοέλ. Τον φίλησε σταυρωτά πέντε φορές, λέγοντας
όσες ευχές ανέβαιναν στα χείλη από το βάθος της καρδιάς του. Η Σάρρα
στεκόταν όρθια με μάτια δακρυσμένα. Αφού χαιρέτησε με αγάπη τον Ελί
και τον Ράφαελ, ο γέροντας έβγαλε από την τσέπη της κελεμπίας του δυο
μαρσάμπαxxvi , με τριάντα τρεις χάντρες, από ξύλο ελιάς, όπως τους είπε.
Ένα έδωσε στη Σάρρα κι ένα στο Γιοέλ.
Ώσπου να ξεκινήσει το αυτοκίνητο που θα επέστρεφε στο Ντεΐρ
Καντίς τον γέροντα Σεΐχη, η Σάρρα στεκόταν αμίλητη με καρφωμένο το
υγρό βλέμμα της στην άλλη πλευρά, που χώριζαν οι μπάρες του στρατού.
Τώρα έκλαιγε και ο Γιοέλ, που προσπαθούσε χωρίς να το καταφέρνει, να
κρύψει τα δάκρυα που κυλούσαν ανεξέλεγκτα στα μάγουλά του.
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι του Μοντι’ίν κι ενόσω τρώγανε το
μεσημεριανό που είχαν ετοιμάσει ο Μίχαελ και ο Ελιάχου, η Σάρρα και ο
Γιοέλ εκθέσανε τα σχέδιά τους για το κοντινό ταξίδι ως την Κύπρο για το
γάμο. Κλείσανε μια ημερομηνία σε σύντομο χρόνο, ούτε καν μετά από
μήνα, ώστε να βολεύονται όλοι οι φίλοι να είναι παρόντες και πάνω στην
κουβέντα, θυμήθηκαν να ειδοποιήσουν και να καλέσουν τον Αβραάμ
Μπεν Αμί, τον έφεδρο συνταγματάρχη, που τους συνέδεε μαζί του η
μυστική συνωμοσία υπέρ της ειρήνης, στην οποία συμμετείχαν οι
μελλόνυμφοι.
Νωρίς το απόγευμα η Σάρρα και ο Γιοέλ αποχαιρέτησαν τους
καλούς φίλους του Μοντι’ίν και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ,
αποφασίζοντας στη διαδρομή να περάσουν τη νύχτα στο σπίτι της Οχέλ
Μοσέ.