πρόσωπά τους. Η κυρία Μίριαμ σκέφτηκε, πως θα ήταν καλύτερα να μην
απομακρυνθεί απ’ το σπίτι. Όπου νάναι θα γύριζε ο Γιοέλ με τα ψώνια.
Τα λεπτά περνούσαν και ο Γιοέλ δεν έλεγε να φανεί. Η γυναίκα
άρχισε ν’ ανησυχεί. Το μυαλό της δεν πήγαινε στο κακό. Μα η ανησυχία
της ατελέσφορης αναμονής την αναστάτωνε....
Η πόρτα χτύπησε δυνατά, δυο τρεις φορές. Περίεργο, ο Γιοέλ έχει
κλειδιά, δεν θα χτυπούσε. Έτρεξε, άνοιξε και αντίκρυσε το πρόσωπο της
Σάρρας. Μπήκε στο σπίτι με κομμένη ανάσα. «Πού είναι»; Ρώτησε.
«Πήγε για ψώνια, απέναντι στη Μαχανέ Γεουντά», ήταν η απάντηση της
κυρίας Μίριαμ. «Έπρεπε να είχε επιστρέψει από ώρα». Σκέψεις θανάτου
σκίασαν στη στιγμή τη μορφή της νέας γυναίκας. «Χτύπησαν στη
Μαχανέ Γεουντά», είπε ξέπνοα. «Σκοτώθηκαν πολλοί. Την ώρα που
ερχόμουν μάζευαν πτώματα και τραυματίες. Είναι φρίκη»!
Κάθονταν αμίλητες στο μικρό καθιστικό περιμένοντας τον Γιοέλ.
Πόσες ώρες να είχαν περάσει; Αδιαφορούσαν ολότελα για τη ροή του
χρόνου. Αγωνιούσαν, περιμένοντας την επιστροφή του αγαπημένου
τους....
Χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε η Σάρρα. Άκουγε άφωνη το
συνομιλητή της. Ενόσω άκουγε, την έπνιξαν αναφιλητά απόγνωσης,
ώσπου άφησε το ακουστικό να της πέσει από τα χέρια. Όποιος θα την
πρόσεχε εκείνη την ώρα, είναι σίγουρο πως θα αντίκρυζε την εικόνα μιας
γυναίκα με χαμένα τα λογικά.
Μεταξύ των πτωμάτων που είχαν περισυλλεγεί, μετά το βομβιστικό
χτύπημα στη Μαχανέ Γεχουντά, και κείτονταν αραδιασμένα στο
νεκροτομείο, είχε αναγνωρισθεί και το λείψανο, ό,τι είχε απομείνει τέλος
πάντων, του Γιοέλ Ντουνταΐ.
Δυο μέρες πριν το γάμο του Γιοέλ και της Σάρρας, ένα αγόρι απ’ τα
παλαιστινιακά εδάφη, προτού ακόμη το χνούδι στο επάνω χείλος του γίνει
μουστάκι, έσπειρε τον υπέρτατο τρόμο στην πόλη της Ιερουσαλήμ. Με
σκοτισμένη συνείδηση, όρμησε ωσάν λαίμαργο θηρίο, που ξέφυγε από τα
υπόγεια του Άδη κι έκλεψε αμέτρητες ψυχές παράωρα.
Το μίσος, για άλλη μια φορά είχε σπείρει τον τρόμο. Η ελπίδα και η
πίστη, λες και ήταν φτερά, διαλύθηκαν, μετά τον ορυμαγδό, στη σκόνη
των χαλασμάτων. Η αραχνοΰφαντη κλωστή, που ενώνει τους ανθρώπους,
πάνω από φυλές και πατρίδες, πίστεις και γλώσσες, προς στιγμή, φάνηκε
σα να ρημάχτηκε....