ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
Η μητέρα του χωρίς να του μιλήσει κούνησε ερωτηματικά
το κεφάλι της σαν να τον ρωτούσε “Πες μου τι έχεις;”.
Ο Μάριος έφυγε από κοντά της και πήγε στην άλλη γωνία
της κουζίνας.
«Είμαι μόνος! Δεν έχω με ποιον να παίξω, δε θα δω τον
παππού και τη γιαγιά, δε θα πω τα κάλαντα και δε θα μου
φέρει δώρο ο Άγιος Βασίλης!» είπε με έντονο ύφος.
Σήκωσε το βλέμμα του, κοίταξε τη μητέρα του και τα
χαρακτηριστικά του προσώπου του ξαναβρήκαν τη γαλήνη
τους.
Η μητέρα του πλησίασε και τον αγκάλιασε με στοργή.
«Είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα φέτος, αλλά δεν είναι
και τόσο άσχημα όσο μου τα περιγράφεις. Ναι, δε θα πάμε στο
χωριό και δε θα δούμε τον παππού και τη γιαγιά, μπορείς
όμως να κάνεις τόσα άλλα πράγματα εδώ. Αν προσπαθήσεις
μπορείς να περάσεις τα Χριστούγεννα το ίδιο υπέροχα ή και
ακόμα καλύτερα. Αν κοιτάξεις γύρω σου θα δεις πως
υπάρχουν κι άλλα παιδιά της ηλικίας σου που θα μείνουν εδώ
για τις γιορτές. Κάποια απ’ αυτά είναι μόνα τους όπως κι εσύ,
κι αναζητούν ένα φίλο για να παίξουν και να πουν τα κάλαντα.
Γιατί δεν κάνεις μια προσπάθεια να βρεις ένα νέο φίλο;»
«Νομίζεις πως είναι τόσο εύκολο;» ρώτησε απελπισμένα ο
Μάριος.
«Τίποτα δεν είναι εύκολο, αλλά και τίποτα δεν χάνεις με το
να προσπαθήσεις».
«Κι ο Άγιος Βασίλης;»
«Ο Άγιος Βασίλης τι;» ρώτησε η μητέρα του κοιτώντας τον
στα μάτια.
«Θα μου φέρει δώρο; Ξέρει πού βρίσκομαι;»