ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
«Δεν τα είπαμε; Μη στεναχωριέσαι παιδί μου. Φυσικά και
γνωρίζει που βρίσκεσαι και θα πάρεις το δώρο σου. Άντε, τώρα
ας κάνουμε κάτι διαφορετικό».
«Τι πράγμα;»
«Να με βοηθήσεις να δώσουμε «χρώμα» στις Άγιες μέρες που
έρχονται. Έλα να φτιάξουμε μελομακάρονα και κουραμπιέδες
για να γεμίσουμε τη γειτονιά με λαχταριστές μυρωδιές. Να
καταλάβουμε επιτέλους πως έρχονται τα Χριστούγεννα»
συμπλήρωσε χαμογελώντας και άρχισε να ετοιμάζει τα υλικά
που θα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τα γλυκά.
Σε δυο ώρες από τη στιγμή εκείνη το σπίτι μοσχοβολούσε.
Η ώρα πέρασε μέσα στο υπέροχο άρωμα της προσμονής της
μεγάλης γιορτής.
Ο Μάριος έτρεχε πότε από τη μια πλευρά και πότε από την
άλλη, βοηθώντας τη μητέρα του ώσπου κουράστηκε.
Μετά έγειρε στο μεγάλο καναπέ στο σαλόνι κοιτάζοντάς τη
στο βάθος της κουζίνας.
Παρατηρούσε για πολλή ώρα τις κινήσεις της μέσα σε μία
γλυκιά ζάλη μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, όταν κάτι
το διαφορετικό τράβηξε την προσοχή του.
«Τι θα κάνεις μαμά;» ρώτησε με νυσταγμένη φωνή.
«Θα ανάψω το καντήλι στο εικονοστάσι» του απάντησε
εκείνη.
Μετά πέρασε από μπροστά του με αργά βήματα κρατώντας
το αναμμένο καντήλι.
Με σταθερές κινήσεις και ευλάβεια το άφησε δίπλα στην
εικόνα της Παναγίας κι έκανε το σταυρό της.
Λίγες στιγμές μετά o μικρός Μάριος με το πρόσωπό του