ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
ημέρες μέχρι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.
Την επόμενη μέρα το πρωί μπήκε μέσα στο σπίτι σαν
σίφουνας ένα αδύνατο, ψηλό αγόρι, στην ηλικία του Μάριου.
Φορούσε ένα πολύχρωμο σκουφί κι ένα επίσης χρωμα-
τιστό κασκόλ που του έκρυβε σχεδόν όλο το πρόσωπο.
«Καλημέρα κυρία Ελένη» είπε με την ίδια βιασύνη που
μπήκε μέσα στο σπίτι. «Χρόνια πολλά» συμπλήρωσε.
«Καλημέρα Φώτη. Χρόνια πολλά και σε σένα. Έλα πέρασε
μέσα, κάθισε» του είπε εκείνη.
«Ευχαριστώ» απάντησε μαλακά αυτή τη φορά και κάθισε
στην πολυθρόνα δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Έβγαλε το σκούφο και το κασκόλ και πήρε στα χέρια του
ένα καμπανάκι γεμάτο χρυσόσκονη. Το κούνησε μπρος - πίσω
κι ένα μελωδικό κουδούνισμα γέμισε το δωμάτιο.
«Είσαι πανέτοιμος βλέπω» του είπε η μητέρα του Μάριου.
Εκείνος χαμογέλασε σφίγγοντας τις παλάμες των χεριών
του.
«Δεν είναι όμως νωρίς να βγείτε έξω για τα κάλαντα;»
συμπλήρωσε κουνώντας ερωτηματικά το κεφάλι της.
«Δεν είναι κυρία Ελένη. Πρέπει να βγούμε νωρίς για να
προλάβουμε να τα πούμε σε πολλά σπίτια» της απάντησε ο
Φώτης.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Μάριος. Στάθηκε απέναντί
τους προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει.
Η μητέρα του που κατάλαβε την απορία του του χαμο-
γέλασε.
«Ο Φώτης ήρθε να σε πάρει για να ψάλετε μαζί τα κάλα-
ντα» του είπε ενώ πρόσφερε στον Φώτη το πρώτο μελομακά-