ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
στες μυρωδιές.
Ήταν ξεκάθαρο πως η πνευματική πλευρά των Χριστου-
γέννων και το μήνυμα της σωτηρίας και της αγάπης που
έφερναν μαζί τους, δεν περνούσαν απαρατήρητα.
Ο Μάριος μπήκε στο δωμάτιό του κι έκλεισε την πόρτα πίσω
του.
Έπεσε με μια μονοκόμματη κίνηση στο κρεβάτι του και
απλώθηκε μην έχοντας άλλες δυνάμεις πάνω του.
Αυτό διαμαρτυρήθηκε βγάζοντας μια δυνατή στριγκλιά
από τα ελατήριά του.
Στη συνέχεια επικράτησε απόλυτη ησυχία και μόνο η
ανάσα του ακούγονταν για μερικά λεπτά.
Ξαφνικά ακούμπησε τα χέρια του στο στρώμα και με μια
απότομη κίνηση σηκώθηκε όρθιος.
Πήρε στα χέρια του τον κουμπαρά για να μετρήσει τα
χρήματα που μάζεψε από τα κάλαντα.
Καθώς μετρούσε τα κέρματα θυμήθηκε το διάλογο που είχε
με τον παπά Γιώργη νωρίς το μεσημέρι σχετικά με τον Άγιο
Βασίλη.
Τότε σταμάτησε το μέτρημα και πήρε στα χέρια του το
τετράδιο που κρατούσε τα στοιχεία της έρευνάς του.
Το άνοιξε και διάβασε τα όσα μέχρι τότε είχε γράψει. Τα
παλιά και τις διορθώσεις.
«Πού οδηγούμαι άραγε;» είπε χαμηλόφωνα κουνώντας
αριστερά, δεξιά το κεφάλι του γεμάτος απορία.
Στη συνέχεια πήρε το μολύβι και διέγραψε τις φράσεις.
«Έρχεται με το έλκηθρο και τους τάρανδους, φοράει
κόκκινα ρούχα, είναι χοντρός, πίνει γάλα και τρώει
μπισκότα» και στη θέση τους έγραψε «Ο Άγιος Βασίλης