ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
«Την ευχή του Χριστού παιδί μου. Ποιος καλός άνεμος σε
φέρνει κοντά μου;»
Ο Μάριος δίστασε για μια στιγμή.
Στη συνέχεια πήρε μια βαθιά ανάσα και με τα μάτια
στραμμένα στο πάτωμα του είπε.
«Έφερα αυτά» και άπλωσε τα χέρια του δίνοντάς του ένα
μικρό σακουλάκι.
«Και τι έχει μέσα παιδί μου;»
«Είναι τα χρήματα που μάζεψα από τα κάλαντα. Θέλω
πάτερ μου να τα δώσεις εκεί που υπάρχει ανάγκη. Εγώ δεν τα
χρειάζομαι».
Τα μάτια του καλοσυνάτου παπά βούρκωσαν κι ένα δάκρυ
κύλησε στο μάγουλό του. Πήρε το παιδί στην αγκαλιά του κι
έσφιξε τα χέρια γύρω του.
«Όσο υπάρχουν άνθρωποι» είπε χαμηλόφωνα «Όσο
υπάρχουν άνθρωποι».
Ο Μάριος βγήκε ξανά στο δρόμο χαρούμενος και
ανάλαφρος, έχοντας την αίσθηση πως μπορούσε να πετάξει.
Ο αέρας ήταν παγωμένος και είχε αρχίσει να χιονίζει πάλι.
Κοίταξε ψηλά στον ουρανό το χιόνι που έπεφτε και ένιωσε
την ανάγκη να κάνει μια βόλτα. Είχε άλλωστε αρκετή ώρα στη
διάθεσή του μέχρι το μεσημεριανό τραπέζι.
Τύλιξε στο λαιμό του το κασκόλ όσο πιο καλά μπορούσε
και βάλθηκε να πατάει με δύναμη πάνω στον πάγο. Σε λίγο
το βήμα του έγινε γρήγορο.
Προχωρούσε μέσα στο δρόμο κοιτώντας γύρω του τις βι-
τρίνες των καταστημάτων, που ήταν φορτωμένες με κάθε
είδους φωτάκια που τρεμόπαιζαν.
Παντού υπήρχαν πολύχρωμα κουτιά, χριστουγεννιάτικα