ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
πτωχοκομεία και με το πέρασμα του χρόνου είχε μπει στην
ψυχή των ανθρώπων κι όλοι τους ήξεραν πως ήταν ο μόνος
προστάτης που είχαν. Όποιο πρόβλημα κι αν είχαν, έτρεχαν
να το πουν στον Επίσκοπό τους, ο οποίος, πάντα έβρισκε μια
λύση. Μια μέρα οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν πως ο
κυβερνήτης της περιοχής, που ήταν ένας κακός και
δύστροπος άνθρωπος, θα έφτανε σε λίγες μέρες. Είχαν αργήσει
να του πληρώσουν τους φόρους και ήταν θυμωμένος. Για να
τον ηρεμήσουν μάζεψαν σε ένα μεγάλο ψάθινο κοφίνι ό,τι
πολύτιμο είχε ο καθένας, με σκοπό να του το δώσουν όταν θα
έφτανε. Άλλος έδωσε ένα δαχτυλίδι, άλλος ένα βραχιόλι, άλλος
ένα χρυσό νόμισμα. Μετά πήγαν στη πλατεία της πόλης και
περίμεναν τον ερχομό του. Όταν εκείνος έφτασε, ο Άγιος
Βασίλης του μίλησε τόσο γλυκά που ο θυμός του πέρασε και
όχι μόνο δεν έκανε κακό στη πόλη, αλλά δεν δέχτηκε να πάρει
και τα πολύτιμα αντικείμενα που είχαν μαζέψει. Αυτά όμως
έπρεπε να επιστραφούν στους ανθρώπους που τα είχαν δώσει,
αλλά κάτι τέτοιο όπως καταλαβαίνεις μικρέ μου Μάριε, ήταν
πολύ δύσκολο να γίνει. Τότε ο Άγιος Βασίλειος είπε να
φτιάξουν μικρά ψωμάκια και σε κάθε ένα από αυτά να έβαζαν
μέσα ένα πολύτιμο αντικείμενο. Ότι και να έπαιρνε πίσω ο
καθένας, θα το έπαιρνε στη τύχη κι έτσι δεν θα υπήρχαν
παράπονα».
Η κυρία Άννα σταμάτησε για λίγο τη διήγησή της για να πιει
μια γουλιά από τη σοκολάτα της.
Ο Μάριος είχε ακουμπήσει τα χέρια του στο τραπέζι κι είχε
γύρει λοξά το κεφάλι του, ακουμπισμένο πάνω σε αυτά,
μαγεμένος από την διήγηση της ηλικιωμένης γυναίκας.
«Λοιπόν; Τι έγινε στη συνέχεια, υπήρχαν παράπονα για