ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
αυτά που πήραν πίσω;» ρώτησε ανυπόμονα.
«Όχι, γιατί όλοι πήραν ακριβώς το ίδιο χρυσαφικό που
είχαν προσφέρει».
«Απίστευτο!» πετάχτηκε ο Μάριος.
«Καλά θα κάνεις να το πιστέψεις» του απάντησε η κυρία
Άννα και συνέχισε «Από τότε λοιπόν οι άνθρωποι για να
θυμούνται αυτό που έγινε τότε, την ημέρα της γιορτής του
Αγίου, φτιάχνουν τη βασιλόπιτα. Κατάλαβες τώρα γιατί βάζουν
μέσα νόμισμα;» τον ρώτησε τη στιγμή που σηκώνονταν από τη
θέση της. «Είναι όμως ώρα να γυρίσεις στο σπίτι σου για να μη
σε μαλώσει η μητέρα σου κι εγώ να συνεχίσω τα ψώνια μου.
Δεν σου λέω καλή χρονιά γιατί ελπίζω να ξαναπούμε» του είπε
χαμογελώντας.
«Ναι, φυσικά» απάντησε εκείνος χωρίς καμία αντίρρηση.
«Τα εγγόνια σας είναι πολύ τυχερά» συμπλήρωσε τη στιγμή
που έφτασαν στην πόρτα της εξόδου.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί θα λέτε υπέροχες ιστορίες».
«Ναι» έγνεψε περισσότερο παρά μίλησε και τα μάτια της
υγράθηκαν. Ένα δάκρυ τότε κύλησε και το σκούπισε βιαστικά
με το χέρι της. Ο Μάριος το πρόσεξε.
«Τι είναι κυρία Άννα; Είπα κάτι που σας πείραξε;»
«Όχι καλέ μου, τι είναι αυτά που λες. Η παρέα σου είναι
καταπληκτική. Απλά τα εγγόνια μου, όπως και ο γιος μου
είναι πολύ μακριά. Δεν έχω την ευκαιρία ούτε ιστορίες να τους
διηγηθώ, ούτε να περάσω μαζί τους τις γιορτές».
«Πού είναι δηλαδή και αυτό είναι αδύνατο;»
«Μακριά παιδί μου, στην Αμερική. Έτσι περνάω τη ζωή μου
μόνη μου, ώσπου να πάω μια μέρα να ανταμώσω το Θεό».