ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
πήγαμε φέτος στο χωριό».
«Για πες μου να μάθω κι εγώ».
«Ο Άγιος Βασίλης ήθελε να κάνει ένα δώρο σε μια
ηλικιωμένη κυρία που ζει μόνη της και θα περάσει την
Πρωτοχρονιά χωρίς συντροφιά. Το δώρο αυτής της γυναίκας
ήταν μια ζεστή σοκολάτα και λίγη παρέα σε ένα
ζαχαροπλαστείο» ολοκλήρωσε την φράση του ο Μάριος και
έστρεψε το βλέμμα του έξω στο χιονισμένο τοπίο.
«Για εξήγησέ μου καλύτερα».
Σε λίγα λεπτά ο Μάριος της εξιστόρησε την προχθεσινή
βόλτα στην αγορά και την συνάντηση που είχε με την κυρία
Άννα.
«Το ξέρω μαμά πως δεν έπρεπε να πάω μόνος στην αγορά,
αλλά πίστεψέ με, όλα τα είχε σχεδιάσει ο Άγιος Βασίλης».
Ο θυμός της μητέρας πέρασε βλέποντας τα σχεδόν υγρά
μάτια του Μάριου να την ικετεύουν, όχι για να γλιτώσει κάποια
τιμωρία, αλλά για να την πείσουν πως είχε δίκιο.
«Και θα περάσει μόνη της την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς;» ρώτησε ξανά ήρεμα η μητέρα του.
Ο Μάριος κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι του γνέφοντας της
καταφατικά.
«Πήγαινε να παίξεις τώρα, μην ανησυχείς και να είσαι
πάντα χαρούμενος».
Ο Μάριος πήγε στο δωμάτιό του με την ελπίδα πως ο Άγιος
Βασίλης θα τον βοηθούσε να συναντήσει ξανά την κυρία Άννα
πριν την Πρωτοχρονιά. Της είχε δώσει άλλωστε το λόγο του.
Η επομένη μέρα ήταν λαμπερή. Δεν υπήρχαν σύννεφα
στον ουρανό, αλλά ένας φωτεινός ήλιος έλουζε τον τόπο και