ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
οι ακτίνες του έπεφταν πάνω στο παγωμένο χιόνι, κάνοντάς το
να αστράφτει.
Το κρύο εξακολουθούσε να είναι τσουχτερό, αλλά αυτό δεν
είχε καμία σημασία για τα παιδιά που ήταν έτοιμα να
ξεχυθούν στους δρόμους για να πουν τα κάλαντα της
Πρωτοχρονιάς.
Οι πρώτες φωνές ακούγονταν ήδη από τους πιο βιαστικούς.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δενδρολιβανιά, κι αρχή
καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός, στη γη
να περπατήσει, και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, και όλους μας καταδέχεται, από την
Καισαρεία, σ’ εισ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή, χαρτί και
καλαμάρι, δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα μου την έγραφε, και το χαρτί
ομίλει, Άγιε μου, Άγιο Βασίλη.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς κάτσε το πόνο σου να πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις, και να μας καλοκαρδίσεις.
Και του χρόνου με υγεία!»
«Ετοιμάσου Μάριε! Σε λίγο θα έρθει ο Φώτης και δεν είναι
σωστό να σε περιμένει».
Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τη μητέρα του.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Ναι, μαμά σηκώνομαι αμέσως» της απάντησε.
Σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε νυσταγμένος στο σαλόνι σέρνο-
ντας τα πόδια του. Τέντωσε νωχελικά τα χέρια του και πέρασε
τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά.
Στη συνέχεια με αργό βήμα πήγε μπροστά στη μεγάλη