ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
και στη συνέχεια το έβαλε ξανά στη θέση του.
«Ώρα να καθίσουμε στο τραπέζι» τους είπε η μητέρα.
«Ναι» απάντησε ο Μάριος χωρίς διάθεση.
«Τι έχεις Μάριε;» τον ρώτησε εκείνη βλέποντας το θλιμμένο
πρόσωπό του.
«Να, σκέφτομαι εκείνους τους ανθρώπους που θα περάσουν
σήμερα μόνοι τους».
«Έλα παιδί μου, μη σκέφτεσαι τέτοια πράγματα σήμερα.
Κάθισε σε παρακαλώ στη θέση σου».
Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να πουν τίποτα. Μόνο από το
ραδιόφωνο ακούγονταν η μουσική.
«Χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας» είπε ο πατέρας του
λίγο αργότερα.
«Δεν πηγαίνεις Μάριε ν’ ανοίξεις; Μπορεί να είναι ο Άγιος
Βασίλης, πού ξέρεις;» του είπε η μητέρα του.
Ο Μάριος την κοίταξε σαν να της έλεγε σταμάτα να με
κοροϊδεύεις. Ωστόσο σηκώθηκε πρόθυμα και πήγε να ανοίξει
την πόρτα.
«Ναι!» ακούστηκε δυνατά η φωνή του όταν αντίκρισε μπρο-
στά του τη γλυκιά μορφή της κυρίας Άννας.
Δεν είπε τίποτα άλλο, έτρεξε και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά
της.
Η ηλικιωμένη γυναίκα έσφιξε στα χέρια της το παιδί και τα
μάτια της γέμισαν δάκρυα.
Οι γονείς του την υποδέχτηκαν με χαρά και της πρόσφεραν
μια θέση δίπλα στον Μάριο.
«Μα πώς;» ρώτησε ο Μάριος δείχνοντας με το χέρι του την
κυρία Άννα όταν πια είχαν καθίσει όλοι γύρω από το τραπέζι.
«Μη τα ρωτάς Μάριε. Ο Άγιος Βασίλης....» του απάντησε