Κοντεύει εννιά, με τις δουλειές εγώ ξεχάστηκα, ενώ η
δεύτερη πήγε ως το Μάρκετ να ψωνίσει κάτι... τι θα πιείς
τσάι η γάλα; Έξω κάνει πολύ κρύο, ο καιρός είναι φορτω-
μένος μαύρα σύννεφα.
Λίγο τσάι... μόνο να βάλεις λίγη ζάχαρη παρά πάνω....
έχω μια πικρίλα στο στόμα.
Δεν θα φας κάτι; Είσαι τελείως νηστικός, χθες το βράδυ
δεν έφαγες σχεδόν τίποτε, πως θα γίνεις καλά;
Δεν πεινάω, το τσάι κάνει καλό σε όλα, το βράδυ ή το πο-
λύ αύριο θα είμαι καλά. και χαμογέλασε πικρά.
Ναι, δώσε μου το χέρι σου να καθίσω εδώ όπως είμαι στο
κρεβάτι, θα πιώ το τσάι και θα ξανά κουκουλωθώ, αφού
κάνει κρύο θα παραμείνω εδώ που είναι ζεστά.
Εκείνη απομακρύνθηκε και βγήκε. Πήγε αμέσως στο τη-
λέφωνο και ενημέρωσε αδέρφια, αδερφές, με κάθε λεπτο-
μέρεια για την κατάσταση του πατέρα της. Όταν η δεύτερη
επέστρεψε από την αγορά με τον άντρα της αντιλήφθηκαν
την κατάστασή του και δεν τον ενόχλησαν καθόλου, απο-
φεύγανε να ταράξουν το ταξίδι του για την άλλη ζωή, είχαν
μπει και εκείνοι σε διαδικασία αναμονής
Όλη η μέρα πέρασε με παρέλαση μικρών και μεγάλων.
Ήθελαν να δούνε τον παππού, μα εκείνος δεν σηκώθηκε
καθόλου από το κρεβάτι, ούτε δέχτηκε να φάει κάτι. Είχε
αποφασίσει να κοιμηθεί, ανάσαινε αργά, τους άκουγε ό-
λους μα τα βλέφαρα του τα ένιωθε βαριά και τα κρατούσε
κλειστά.
“Κοιμήθηκε„ είπε μια απ’ τις κόρες του, “ας τον αφήσουμε
ήσυχο„
“Ανασαίνει πολύ αδύναμα„ είπε κάποιος, “δεν ξέρουμε αν
θα ξημερώσει„
“Θα μείνω εγώ εδώ όλη τη νύχτα θα τον προσέχω„ είπε η
δεύτερη, “φύγετε εσείς και να είστε έτοιμοι για κάθε ενδε-
χόμενο„