Ο Μόνος Επιζών
- Ά .. ωραία θα καθίσω εγώ να σε κάνω παρέα «επενεύει η
τρίτη» δεν βιάζομαι ο άντρας μου έχει πάει στο χωριό και
θα γυρίσει αργά το απόγευμα, και τα κορίτσια θα έρθουν
κατά τις τρεις, οπότε έχω χρόνο.
Μετά από λίγες στιγμές, είχε τελειώσει το σερβίρισμα επά-
νω στο μικρό τραπεζάκι όπου ήταν στρωμένο με ένα ωραίο
καρό τραπεζομάντιλο που είχε καλυφτεί με το πιάτο της
σούπας με μια μικρή κανάτα νερό, ψωμί, κουτάλι και μια
πετσέτα να φορέσει στο λαιμό να μη λερώσει από τον ζωμό
που ακόμη άχνιζε.
Αφού κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του ο γέροντας
άνοιξε το κουτάκι με τα χάπια όπου τα είχε σε κάποια σει-
ρά, έβγαλε ένα που έπρεπε να πάρει πριν το φαγητό, και
όταν έπιασε το ποτήρι του νερού που μόλις είχε γεμίσει «η
μικρή», ένιωσε το χέρι του να μην έχει τη δύναμη να το
σηκώσει, μα έκανε κουράγιο, χωρίς να τον καταλάβουν, το
οδήγησε στα χείλη του καταπίνοντας μερικές γουλιές μαζί
με το χάπι.
Ό,τι έφαγε από το πρωί, του φάνηκαν λίγο άγευστα, έτσι
και η σούπα είχε την αίσθηση πως ήταν τελείως άνοστη, και
το κρέας με δυσκολία το μάσαγε, μα προσπαθούσε να φάει
όσο μπορούσε περισσότερο, πίστευε πως έτσι θα ήταν στα
πόδια του ως την έσχατη στιγμή.
Μέσα του, είχε συνειδητοποιήσει το επικείμενο τέλος, και
μάχονταν να παραμείνει όρθιος όσο η ψυχή δεν ήταν έτοι-
μη να αποχωριστεί από το σώμα του. Ένιωθε πως είχε υπο-
χρέωση στον εαυτό του, μα και στα παιδιά και τα εγγόνια
του, να τον θυμούνται έτσι, όρθιο και αγωνιστή, όπως ήταν
όλη η πορεία της ζωής του σ’ αυτόν τον κόσμο.
Σ’ έναν κόσμο που είναι κυριευμένος από την απληστία,
την μισαλλοδοξία, την πονηριά, το ψέμα, την κατάκτηση με
άνομα μέσα, καταπατώντας νόμους και ηθικές αξίες, εκμε-