Χρήστος Τσουκάλης
και την παραμικρή εμπειρία ανατριχιάζανε ακόμη και στη
σκέψη. Ήταν μια κατάσταση παρόμοια με την κατοχή. Με
μόνη διαφορά ότι δεν εκτελούσαν παρά τους στέλνανε εξο-
ρία σε διάφορα ξερονήσια για αμετανόητους κουμουνιστές,
εκτός εάν κάποιος υπέγραφε δήλωση μετάνοιας τότε τη
γλύτωνε.
Οι θύμησες του διακόπηκαν από κάποιο θόρυβο που α-
κούστηκε από την αυλή. Αφουγκράστηκε με προσοχή. Έξω
φυσούσε δυνατός αέρας που παράσερνε τα πάντα στο πέ-
ρασμα του.
Θυμήθηκε κάποιο περιστατικό στο χωριό, που ο αέρας
ήταν τόσο δυνατός, όπου έριξε κάτω μια τεράστια λεύκα
επάνω στη βρύση.
Το ευτύχημα ήταν πως εκείνη την στιγμή δεν βρίσκονταν
κανείς εκεί, σε διαφορετική περίπτωση θα θρηνούσανε
θύματα. Απ’ τη βρύση αυτή έπαιρνε νερό, και πότιζε τα ζώα
το μισό χωριό περίπου.
Δεν του κολλούσε ύπνος, μάταια προσπάθησε να κοιμη-
θεί, στο μυαλό του, σα σπίθες ξανά παρουσιάστηκαν εικό-
νες από το παρελθόν, άλλες καθαρές, άλλες θολές και ανα-
κατεμένες χωρίς καμιά σειρά.
Για κάποιον λόγο, που δεν μπορούσε να καταλάβει, του
έβγαινε από μέσα του μια νοσταλγία να τα ζήσει ξανά, ας
ήταν και μπερδεμένα, κάτι του έλεγε ότι θα ήταν η τελευ-
ταία φορά, που θα ήταν σε θέση να έρθει σε επαφή με το
παρελθόν.
Έφερε στο μυαλό του πόσο απογοητευμένος ένιωσε, όταν
μετά από την μεταπολίτευση όπου τα πράγματα άρχισαν να
ξεκαθαρίζουν πολιτικά, πήγε να βρει τους σωτήρες του.
Είχαν από αρκετά χρόνια φύγει από τη ζωή. Κάποιοι ούτε
καν τους θυμόντουσαν, και τα παιδιά τους από χρόνια εί-
χαν αφήσει το χωριό.