ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
«Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΝ ΒΡΩ».
«Μια χαρά είναι» ψιθύρισε, με το πρόσωπό του να λάμπει
κι ακριβώς από κάτω έγραψε.
«ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΩ ΩΣ ΤΩΡΑ»**.**
Τράβηξε μια μεγάλη διπλή γραμμή υπογραμμίζοντάς το για
να ξεχωρίζει.
«Τώρα πρέπει να γράψω με τη σειρά αυτά που γνωρίζω. Να
φτιάξω δηλαδή κάτι σα χάρτη» είπε χαμηλόφωνα και συνέχισε
να γράφει.
1. Είναι από τον Βόρειο Πόλο.
2. Έρχεται με το έλκηθρο και τους ταράνδους.
3. Φοράει κόκκινα ρούχα κι έχει άσπρη γενειάδα.
4. Είναι χοντρός, πίνει γάλα και τρώει μπισκότα.
5. Έχει βοηθούς ξωτικά.
Όταν τελείωσε το γράψιμο το διάβασε και το ξαναδιάβασε
για να βεβαιωθεί πως δεν του είχε ξεφύγει κάτι.
Άφησε μερικές σειρές κενές και στη συνέχεια έγραψε πάλι
με κεφαλαία γράμματα.
«ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ».
«Εδώ θα συμπληρώνω τα νέα στοιχεία που θα ανακαλύπτω
από την έρευνά μου» είπε ξανά με σιγανή φωνή.
Υπογράμμισε με τον ίδιο τρόπο κι αυτή τη φράση και
άρχισε με το μολύβι του να κάνει μια μουντζουρίτσα στο κάτω
άκρο της σελίδας.
Το μυαλό του «έφυγε», ταξίδεψε μακριά και εικόνες γέμισαν
τις σκέψεις του. Εικόνες από το χωριό και τους εκεί φίλους
του, από τη θάλασσα που έκανε μπάνιο το καλοκαίρι, από το
σχολείο του και από πράγματα που δεν ήξερε και που στο
τέλος δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι είναι.