ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
εκεί μακριά κι εκεί να ησυχάστε.
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό, πέτρα να μην ραγίσει κι ο νοικοκύρης
του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει».
Ώρα πολλή γύριζαν από πόρτα σε πόρτα λέγοντας τα
κάλαντα και ο κουμπαράς τους γέμισε με νομίσματα.
« Άντε και του χρόνου παιδιά, να είστε καλά και να έρθετε
πάλι να ακούσουμε τις φωνούλες σας» έλεγαν οι μεγάλοι στα
παιδιά.
Γέμισαν ακόμα μια σακούλα με μπισκότα, μελομακα-
ρονα, κουραμπιέδες και ένα σωρό άλλα γλυκίσματα που δεν
σταμάτησαν να μασουλάνε ούτε λεπτό.
Γύρω στο μεσημέρι έφτασαν έξω από την εκκλησία του
Άγιου Δημητρίου στη γειτονιά τους.
Στο προαύλιο της εκκλησίας δίπλα στο μεγάλο καμπαναριό
υπήρχε μια πέτρινη βρύση.
Τα παιδιά κουρασμένα σταμάτησαν να πιούνε λίγο νερό και
να ξεκουραστούν γιατί είχαν ιδρώσει από το πολύ περπάτημα.
Τα πρόσωπά τους όμως ήταν χαρούμενα και τα μάγουλά
τους ροδοκόκκινα από το κρύο.
Μετρούσαν σε πόσα σπίτια είχαν πάει ως εκείνη τη στιγμή
και σε πόσα έπρεπε να πάνε ακόμη, όταν άκουσαν μια φωνή
πίσω τους.
«Καλημέρα παιδιά μου. Χρόνια πολλά».
Εκείνα γύρισαν το κεφάλι τους ξαφνιασμένα και αντίκρισαν
τον ιερέα της εκκλησίας τον παπά-Γιώργη, να τους χαμο-
γελάει.
Αμέσως έτρεξαν προς το μέρος του και του φίλησαν το
χέρι.
«Την ευχή σου παππούλη» είπαν τα παιδιά με μια φωνή.