ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
γάντια.
Η εικόνα της θύμιζε παραμύθι και όπως το χιόνι έπεφτε
επάνω της την έκανε να φαίνεται σαν ψεύτικη.
Εκείνη νιώθοντας την έκπληξη που προξένησε στο παιδί η
παρουσία της, έδειξε με το χέρι της αυτό που συλλάβιζε.
«Από την πινακίδα ρωτάω. Τι δεν καταλαβαίνεις;»
Ο Μάριος ξεπέρασε το πρώτο ξάφνιασμα και της είπε
χαμογελώντας.
«Καλημέρα κυρία Άννα, πολύ χαίρομαι που σας βλέπω».
«Κι εγώ παιδί μου. Για πες μου;» τον ρώτησε ξανά.
«Γιατί την ονομάζουν βασιλόπιτα και γιατί μέσα της
κρύβουν κάποιο νόμισμα;»
Η καλοσυνάτη κυρία πλησίασε τον Μάριο.
Γέλασε με νόημα χαϊδεύοντάς τον στο κεφάλι.
«Αυτό μικρέ μου είναι μια μεγάλη υπέροχη ιστορία, αλλά
δεν είναι δυνατό να σου τη διηγηθώ εδώ στη μέση του δρόμου
και με αυτόν τον καιρό μάλιστα. Πάμε εκεί απέναντι;» του είπε
δείχνοντας με το χέρι της. «Υπάρχει ένα ωραίο μέρος που
μπορούμε να πιούμε μια ζεστή σοκολάτα και να λύσουμε όλες
τις απορίες μας»
Ο Μάριος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Συγνώμη κυρία Άννα, αλλά δεν μπορώ να σας ακολουθήσω
παρόλο που θέλω πολύ να μάθω για την ιστορία της
βασιλόπιτας».
«Γιατί;» ρώτησε εκείνη κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της
ερωτηματικά, κλείνοντας λίγο τα μάτια της.
«Πρέπει να είμαι νωρίς στο σπίτι. Για να φανταστείτε, η
μητέρα μου δεν ξέρει πως είμαι εδώ. Της είπα πως θα πάω
μέχρι την εκκλησία».