ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
Η μητέρα του κράτησε το πρόσωπό του με τα δύο της χέρια.
«Είναι ήδη έτοιμη».
Ο Μάριος έκανε με το πρόσωπό του μια αστεία γκριμάτσα
και στη συνέχεια έχωσε ξανά το κεφάλι του στα μαξιλάρια.
«Μην κάθεσαι. Σήκω να πλύνεις το πρόσωπο και τα χέρια
σου. Έλα να φας και στη συνέχεια πήγαινε να κοιμηθείς, γιατί
δεν βλέπω να είσαι μαζί μας το βράδυ που θα κόψουμε την
πίτα».
Εκείνη γνώριζε πόσο πολύ ήθελε ο Μάριος να είναι ξύπνιος
το βράδυ που θα έρχονταν ο καινούριος χρόνος. Χωρίς να
φέρει καμία αντίρρηση σηκώθηκε και υπάκουσε σε αυτά που
του είπε η μητέρα του.
Σε λίγα λεπτά ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και το
μυαλό του έπαιζε με το παρελθόν.
Αυτά τα Χριστούγεννα ήταν πολύ όμορφα. Μπορεί να μη
πήγε στο χωριό, αλλά έζησε όμορφες στιγμές και ένιωσε πολύ
όμορφα συναισθήματα κι έμαθε τόσα πράγματα που
αγνοούσε.
Το «ταξίδι» του μυαλού έφτασε στη μορφή της κύριας
Άννας κι ένας αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη του. Στην
τόσο γλυκιά και καλή κυρία Άννα που δεν ήθελε να την αφήσει
μόνη της την Πρωτοχρονιά.
Η σκέψη του πήγε ως την Καισάρεια, την πατρίδα του Αγίου
Βασίλη. Μετά σταμάτησε στη Βηθλεέμ και στο σπήλαιο όπου
γεννήθηκε ο Χριστός. Είδε το λαμπρό αστέρι που οδήγησε σ’
Αυτόν τους τρεις μάγους. Ακούμπησε τα δώρα τους με τα χέρια
του και είδε τα ζώα να ζεσταίνουν το μικρό Χριστό. Άκουσε
τους αγγέλους να ψάλλουν και μετά χάθηκε στα όνειρά του.