Χρήστος Τσουκάλης
∞
Ο ειρμός των σκέψεων του, διακόπηκε από την είσοδο της
κόρης του που κρατούσε το πρωινό του. Αυτές οι συχνές
αποσπάσεις τον δυσαρεστούσαν μα δεν μπορούσε να τις
αποφύγει. Ένιωθε πως τον εμπόδιζαν να ολοκληρώσει το
τελευταίο αυτό ταξίδι μέσα από την πλημύρα των οδυνηρών
αναμνήσεων που είχαν μήνη βαθιά χαραγμένες στο υποσυ-
νείδητο του.
- Σ’ ευχαριστώ κόρη μου... Ελπίζω να μη κρατήσει πολύ
αυτό. - Μα τι λες πατέρα; Τι έπαθες; Εσύ δεν ήσουν ποτέ απαι-
σιόδοξος, τι έπαθες τώρα; - Σωστά, ... μα τότε δεν ήμουν τόσο γέρος... καταλαβαίνω,
ο κύκλος της ζωής μου κλείνει, δεν μπορεί να αποτελέσει
εξαίρεση για μένα... γι’ αυτό να είστε έτοιμοι να με ξεπρο-
βοδίσετε για την άλλη ζωή, η μάνα σου με περιμένει. - Γιατί; σου έστειλε τηλεγράφημα από κει που είναι;
- Δεν χρειάζεται, το διαισθάνομαι, μη ξεχνάς τις ημερομη-
νίες. - Καλά, άστα αυτά τώρα, πιες το τσάι σου να μη κρυώσει.
Ξέρεις τι να κάνεις μόλις θα είσαι έτοιμος. «Και απομα-
κρύνθηκε.»
Ο λεβεντόγερος κάθισε, πήρε την κούπα με το τσάι στα
χέρια, ήταν ακόμη πολύ ζεστό, σχεδόν έκαιγε, η μυρωδιά
του όμως, του διέγειρε μια αίσθηση γλυκιάς εσωτερικής
εφορίας, και οι εγκεφαλικές του λειτουργίες άρχισαν έναν
τρελό χορό σαν μεθυσμένου που έχει καταναλώσει ένα
γλυκόπιοτο λικέρ από διάφορα φρούτα του βουνού.