Ο Μόνος Επιζών

(Christos) #1
Χρήστος Τσουκάλης


  • Μην χολοσκάς, θα το φροντίσω καθώς πρέπει, φαντάζο-
    μαι πως δεν θα έχουν ξεμακρύνει πολύ, έπειτα θα ήμαστε
    αρκετοί θα τα καταφέρομε να τα φέρομε όλα.

  • Σ’ αφήνω όμως τώρα, πρέπει να πάω να φορτώσω πουρ-
    ναρόξυλα γιατί δεν θα μας φτάσουν να βγάλουμε τον χει-
    μώνα.

  • Αν μπορείς κάνε κουμάντο και για μένα, έτσι όπως είμαι
    εγώ τώρα, δεν είμαι άξιος ούτε τα άρβυλα να βγάλω μόνος
    μου. Έχω σακατευτεί.

  • Μη σκας, βασίσου σε μένα, ότι κάνω για την οικογένεια
    μου θα φροντίσω και για τη δική σου.

  • Να είσαι καλά, ο Θεός να σ’ έχει ευλογημένο. «Και ένιωσε
    μια σουβλιά πόνου στη μέση που κόντευε να σβήσει.»


Ο Στεργιαννίδης τον χαιρέτησε και έφυγε βιαστικά.
Εκείνος σκεπάστηκε καλύτερα με την χοντρή φλοκάτη
που ήταν από την προίκα της γυναίκας του γιατί αισθανό-
τανε να κρυώνει. Η αδερφή του, που μπαινόβγαινε συνε-
χώς, του είπε ότι έξω έκανε πολύ κρύο, μαύρα σύννεφα
ερχόταν από δυτικά, ίσως να έβρεχε αργότερα.


Κουκουλώσου καλά, να είσαι ζεστός, μόνο έτσι θα αντέξεις
τον πόνο, εγώ θα ρίχνω συνέχεια ξύλα στη φωτιά, είπα τον
Ηρακλή να φέρει κάνα δυο φορτώματα να κρατάμε το σπίτι
ζεστό. (Ο Ηρακλής ήταν ο άντρας της)


Έκλεισε τα μάτια του, έτσι καταλάβαινε πως το σώμα του
ηρεμούσε και καταλάγιαζε και ο πόνος. Δεν είχαν περάσει
λίγα λεπτά της ώρας όταν η φωνή της δίχρονης κορούλας
του δονούσε τα αυτιά του σαν ουρανοκατέβατη μελωδία να
λέει, «μπαμπά, μπαμπά» και κάποια λογάκια στη δικής της
γλώσσα» και άπλωσε το χεράκι της να του χαϊδέψει το πρό-
σωπο.

Free download pdf