❖ Αδιέξοδο
Στο βάθος του δρόμου ο άνεμος παίζει με τα σκουπίδια
που άφησαν οι πραματευτάδες, σαν πεταμένα όνειρα
μοιάζουν στην παγωνιά του χειμώνα.
Ποτέ δεν ξημέρωσε στο μυαλό μας και ποτέ δεν
ταιριάξαμε τη μια λέξη δίπλα στην άλλη, μόνο σ’ ένα
ασπρόμαυρο τοπίο βγάζουμε κραυγές αγωνίας κυνηγη-
μένες απ’ την αλήθεια.
Βαθιά μέσα στ’ όνειρο, στα όρια ζωής και θανάτου, μια
φάλτση κιθάρα καλωσορίζει τ’ αύριο που έρχεται μουντό
και συννεφιασμένο σαν ακάλεστος μουσαφίρης, μακρινός
συγγενής, που αγνοούσαμε την ύπαρξή του.
Μελαγχολία πνίγει τα σωθικά μας, που ύπουλα χαράζει
τα σύνορα του θανάτου με μπογιά ανεξίτηλη.
Χωρίς πάθος το άγγιγμα των στιγμών μας και οι νωθροί
χτύποι της καρδιάς την κάνουν να μοιάζει μ’ αστέρι που
αργοσβήνει.
Οργή πλημμυρίζει το μυαλό μας κι ένα ρήμα ανείπωτο
σκαλώνει στη χαραμάδα του λάρυγγα, αρνείται να
τραντάξει τον επερχόμενο θάνατο της ψυχής, που
ακουμπισμένη στο νεκροκρέβατο, μοιρολογεί το άδικο
πέρασμα της ζωής.