A Reading Course in Homeric Greek, Book 2

(Wang) #1

Lesson VII



  1. MEMORIZE


αὐγή, -ῆς [f.] light; ray
βόθρος, -ου [m.] hole, pit
ἑξείης [adv. = ἑξῆς] in a specified order, in a row or rows
ἔρις, εριδος [f.] strife, rivalry
θίς, θῖνος [f.] beach
καθαίρω, καθαρέω, κάθηρα I cleanse
λοέω, λοέσσω, λόεσ(σ)α I wash
μάλιστα [adv., supl. pf. μάλα] especially
περικαλλής, -ές very beautiful
ῥόος, -ου [m.] stream, current
σεύω, — , σεῦα I set in motion, I drive; [mid.] I rush
χέρσος, -ου [f.] dry land, land
χρῑ ́ω, χρῑ ́σομαι, χρῖσα I anoint


  1. TEXT Od. 6. 85-98


αἱ δ’ ὅτε δὴ ποταμοῖο ῥόον περικαλλέ’ ἵκοντο, 85
ἔνθ’ ἦ τοι πλυνοὶ ἦσαν ἐπηετανοί, πολὺ δ’ ὕδωρ
καλὸν ὑπεκπρόρεεν μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι,
ἔνθ’ αἵ γ’ ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης.
καὶ τὰς μὲν σεῦαν ποταμὸν πάρα δινήεντα
τρώγειν ἄγρωστιν μελιηδέα· ταὶ δ’ ἀπ’ ἀπήνης 90
εἵματα χερσὶν ἕλοντο καὶ ἐσφόρεον μέλαν ὕδωρ,
στεῖβον δ’ ἐν βόθροισι θοῶς, ἔριδα προφέρουσαι.
αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα,
ἑξείης πέτασαν παρὰ θῖν’ ἁλός, ἧχι μάλιστα
λάϊγγας ποτὶ χέρσον ἀποπτύεσκε θάλασσα. 95
αἱ δὲ λοεσσάμεναι καὶ χρισάμεναι λίπ’ ἐλαίῳ
δεῖπνον ἔπειθ’ εἵλοντο παρ’ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,
εἵματα δ’ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ.

ἄγρωστις, -ιος [f.] dog’s tooth grass
ἀπο-πλῡ ́νω I wash away from myself, I wash up
δῑνήεις, -εσσα, -εν eddying, swirling
ἐπηετανός, -όν never-failing, ever-flowing
ἐσ-φορέω I bring in
ἧχι [adv. conj.] where
λᾶϊγξ, λάϊγγος [f.] pebble
λίπα [adv.] richly, plenteously
ὄχθη, -ης [f.] bank, shore
πλυνός, -οῦ [m.] washing-trough

προ-φέρω, etc. I display
ῥύπα, -ων [n. pl.] defilement, dirt
ῥυπόω I am dirty
στείβω I trample, I tread on
τερσαίνω [pres. inf. τερσήμεναι] I dry
τρώγω I nibble, I crop
ὑπ-εκ-προ-λῡ ́ω, etc. I loose from under and out, I
release
ὑπ-εκ-προ-ρέω I flow up and out from beneath
Free download pdf