ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
Φέτος η οικογένειά του θα περνούσε τα Χριστούγεννα στην
πόλη, σε αντίθεση με την προηγούμενη χρόνια που ήταν στο
χωριό, κι αυτό είχε γεμίσει με θλίψη την ψυχούλα του.
Κοίταζε πίσω από το τζάμι, μα το μυαλό του ταξίδευε στο
χωριό του πατέρα του, τη Γουμένισσα, όπου ζούσαν ο παππούς
και η γιαγιά.
Τι κρίμα, φέτος δε θα έκανε Χριστούγεννα μαζί τους και
δε θα τραγουδούσε τα κάλαντα με τα παιδιά της γειτονιάς.
Θυμόταν πόσο όμορφα είχε περάσει τα προηγούμενα
Χριστούγεννα κι ο πόνος του γίνονταν μεγαλύτερος.
Αναρωτιόταν συνέχεια πως θα περνούσε τις γιορτές μόνος.
Τι θα έκανε; Πού θα πήγαινε;
Ήξερε πως ο Γιώργος και ο Νίκος, οι φίλοι του απ’ το
σχολείο θα έλειπαν και σα να μη έφτανε αυτό, είχε και κάτι
άλλο πολύ πιο σημαντικό να βασανίζει το μυαλό του.
Ο Άγιος Βασίλης θα μπορούσε να τον βρει; Θα γνώριζε πώς
τα Χριστούγεννα δεν θα πάει στο χωριό;
Στο γράμμα που του είχε στείλει για να ζητήσει το δώρο του,
του είχε γράψει πως θα είναι στο χωριό του παππού. Δε γνώριζε
τότε πως θα έμενε για τα Χριστούγεννα στην πόλη και τώρα
βρίσκονταν σε αδιέξοδο.
Είχε ρωτήσει τη μητέρα του, αν έπρεπε να ξαναστείλει
γράμμα στον Άγιο Βασίλη, αλλά εκείνη τον καθησύχασε
λέγοντάς του πως «ο Άγιος Βασίλης γνωρίζει τα πάντα ».
Σίγουρα αυτό ήταν το πιο λογικό, αλλά άλλο να το λες και
άλλο να είσαι σίγουρος, έλεγε μέσα του ο Μάριος.
Εξακολουθούσε να κοιτάει έξω στο δρόμο, όταν στο μυαλό
του στριφογύρισε μια περίεργη ιδέα.
Έμεναν οκτώ ολόκληρες ημέρες μέχρι την Πρωτοχρονιά,