ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
«Την ευχή του Χριστού μας παιδιά μου» απάντησε εκείνος
χαϊδεύοντάς τους στα μαλλιά.
«Τι έγινε, πώς τα πήγατε σήμερα;»
«Πολύ καλά πάτερ μου» απάντησε ο Φώτης, ενώ ο Μάριος
συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του.
«Πάμε μέσα στην εκκλησία που έχει ζέστη, να
ξεκουραστείτε λίγο και να μου ψάλετε τα κάλαντα» είπε ο
παπά-Γιώργης και πέρασαν την πόρτα της εκκλησίας του Αϊ-
Δημήτρη.
Τα παιδιά έκαναν το σταυρό τους κι άναψαν από ένα κερί
στην εικόνα του Αγίου.
Αφού είπαν τα κάλαντα, κάθισαν σε μια γωνιά δίπλα στη
σόμπα για να ζεστάνουν τα παγωμένα τους χέρια.
Ο παπά-Γιώργης έφερε και έδωσε στα παιδιά καρύδια, ξερά
σύκα και στη συνέχεια κάθισε κι εκείνος δίπλα τους.
Ο Μάριος, που δεν είχε ξεχάσει την έρευνά του, βρήκε την
ευκαιρία να ρωτήσει.
«Να ρωτήσω κάτι παππούλη;» είπε στον ηλικιωμένο ιερέα.
«Φυσικά παιδί μου. Αρκεί να έχω τις γνώσεις για να σου
δώσω την απάντηση».
«Νομίζω πως είσαι ο πιο κατάλληλος».
«Τότε σ’ ακούω» του είπε χαμογελαστός.
«Θέλω να ρωτήσω για τον Άγιο Βασίλη» είπε με σοβαρό ύφος
ο Μάριος.
«Και τι θέλεις να μάθεις;»
«Θέλω να μάθω για την πατρίδα του. Ήξερα μέχρι χθες πως
ζούσε στο Βόρειο Πόλο, αλλά μέσα από τα κάλαντα της Πρω-
τοχρονιάς, ανακάλυψα πως είναι από ένα μέρος που το λένε