ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
«Κάθε άλλο Φώτη μου. Τη λαϊκή μας παράδοση πρέπει να
την τηρούμε γιατί δίνει χρώμα στην καθημερινότητα και στις
μεγάλες γιορτές. Το πρόβλημα, υπάρχει όταν ξεχνάμε το
πραγματικό νόημα και κάνουμε τη γιορτή να είναι μόνο δώρα
και τίποτα άλλο» είπε ο γέροντας.
«Ώρα να φεύγουμε» είπε ο Φώτης και φόρεσε τα γάντια του.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ παππούλη» είπε ο Μάριος και του
φίλησε το χέρι. Τον ακολούθησε κι ο Φώτης.
Σε λίγο τα δυο παιδιά ήταν ξανά στους δρόμους λέγοντας τα
κάλαντα από πόρτα σε πόρτα.
Μετά από πολλή ώρα κουρασμένοι πια, χώρισαν το δρόμο
τους και το καθένα τράβηξε για το σπίτι του δίνοντας την
υπόσχεση να ξανανταμώσουν σύντομα.
Ο Μάριος βρήκε τη μητέρα του στην κουζίνα να ετοιμάζει
το Χριστόψωμο.
«Καλησπέρα μαμά» της είπε και σωριάστηκε σε μια
καρέκλα κατάκοπος.
«Καλησπέρα Μάριε. Έλα κοντά μου να μου πεις πως τα
πέρασες. Σε βλέπω κουρασμένο, πράγμα που σημαίνει πως
εσύ κι ο Φώτης πρέπει να γυρίσατε όλο τον τόπο» είπε
χαμογελώντας, ενώ τα χέρια της ήταν γεμάτα ζυμάρι.
Χαμογέλασε κι εκείνος γιατί η μητέρα του δεν είχε άδικο.
«Ναι!» Κι άρχισε να διηγείται «Είπαμε τα κάλαντα παντού
και μαζέψαμε ένα σωρό χρήματα. Δεν έχω κάνει βέβαια το
λογαριασμό, αλλά είναι αρκετά. Έχω ακόμη μια μεγάλη σα-
κούλα γεμάτη γλυκίσματα».
«Πολύ χαίρομαι παιδί μου. Εύχομαι να είσαι καλά και να
ξαναβγείς στους δρόμους με το ίδιο μεράκι και του χρόνου. Οι
αγνές παιδικές σας ψυχές πρέπει να στέλνουν παντού το