ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
δέντρα και αμέτρητα στολίδια κάθε είδους.
Από την πλευρά ενός μεγάλου καταστήματος ακούγονταν
δυνατά χριστουγεννιάτικες μελωδίες.
Διέσχισε με προσοχή το μεγάλο δρόμο, πλησίασε και
κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι για να διακρίνει καλύτερα
στο εσωτερικό του. Εκεί, ένας μεγάλος ηλεκτρικός Άγιος
Βασίλης που βημάτιζε μια μπροστά και μια πίσω, χαιρετούσε
με το χέρι του ψηλά τους πελάτες ψάλλοντας τα κάλαντα.
Ο Μάριος γέλασε αμήχανα μπροστά στο θέαμα που
έβλεπε. Ωστόσο, παρασυρμένος από την όμορφη μελωδία που
ακούγονταν άρχισε να τραγουδάει κι εκείνος μαζί με τον
ηλεκτρικό Άγιο Βασίλη.
Ξεκίνησε να περπατά και πάλι. Σε λίγο συνάντησε τους
μουσικούς του δήμου που περιφέρονταν στους κεντρικούς
δρόμους της πόλης «παίζοντας» χριστουγεννιάτικους σκοπούς.
Απέναντι ακριβώς από το σημείο που βρισκόταν, είδε δύο
ανθρώπους ανεβασμένους σε μια σκάλα να κρεμάνε μια
ταμπέλα που έγραφε με μεγάλα γράμματα: «ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ
ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ ΦΛΟΥΡΙ - ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
ΜΑΣ».
Πλησίασε και σταμάτησε μπροστά στην ταμπέλα και το
διάβαζε φωναχτά ξανά και ξανά.
Εκείνη τη στιγμή μια φωνή ακούστηκε πίσω του.
«Τι δεν καταλαβαίνεις Μάριε;»
Ο Μάριος έστρεψε το βλέμμα του και αντίκρισε το ήρεμο
πρόσωπο μιας ηλικιωμένης γυναίκας που τον κοιτούσε
χαμογελώντας.
Είχε τυλιγμένο σφιχτά γύρω από το λαιμό της ένα πολύ-
χρωμο μάλλινο κασκόλ και στα χέρια της φορούσε χοντρά