ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
μπαλκονόπορτα και τράβηξε την κουρτίνα.
Μισόκλεισε τα μάτια καθώς το έντονο φως του ήλιου έπεσε
πάνω του. Σήκωσε το χέρι του και ακούμπησε την παλάμη του
στο μέτωπο για να μπορέσει να δει.
Το βλέμμα του περιπλανήθηκε έξω στο χώρο κι έφτασε
μέχρι εκεί που μπορούσε να πάει.
Σήκωσε πάλι τα χέρια του και χασμουρήθηκε
βαριεστημένα, τη στιγμή που η κουρτίνα έπεφτε βαριά
κρύβοντάς του την εικόνα έξω.
«Κρίμα, δε χιονίζει σήμερα» μονολόγησε.
«Μάριε, τα παιδιά έξω ήδη ψάλλουν τα κάλαντα κι εσύ είσαι
ακόμη με τις πιζάμες!» άκουσε τη μητέρα του και γύρισε
ξαφνιασμένος.
Το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα λαμπερό χαμόγελο και
δίχως να πει λέξη έτρεξε στο δωμάτιο του.
Σε λίγα λεπτά ήταν έξω στο δρόμο.
Μαζί με το Φώτη γύρισαν όλο τον τόπο. Δεν άφησαν σπίτι
που να μην πάνε κι όταν το μεσημέρι επέστρεψε ήταν
κατάκοπος.
Μπήκε αργά μέσα στο σαλόνι, σέρνοντας τα παπούτσια
του και σωριάστηκε στον καναπέ με ανοιχτά τα χέρια χώνοντας
το κεφάλι του μέσα στα μαξιλάρια.
Η μητέρα του τον πλησίασε, κάθισε δίπλα του και του
χάιδεψε τα μαλλιά με τα δάχτυλά της.
«Κουράστηκες;» ρώτησε.
«Ουφ!» έβγαλε έναν αναστεναγμό ο Μάριος. «Κουράστηκα
δε λες τίποτα».
Γύρισε το πρόσωπό του και χαμογέλασε στη μητέρα του.
«Θα φτιάξουμε τη βασιλόπιτα;»