ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ
«Μάριε, είναι ώρα να σηκωθείς» ακούστηκε η φωνή της
μητέρας του.
Ο Μάριος άνοιξε τα μάτια του και πετάχτηκε χαρούμενος
από το κρεβάτι.
Βρήκε απέναντί του καθαρά ρούχα που του είχε αφήσει
εκείνη και ντύθηκε με μεγάλη προσοχή.
Ήθελε να είναι όμορφος. Ο καινούριος χρόνος έπρεπε να
τον βρει χαμογελαστό και ευτυχισμένο, κάτι που πίστευε πως
θα διαρκούσε για όλη την υπόλοιπη χρονιά.
Σε λίγα λεπτά πήγε στο σαλόνι. Τα πάντα ήταν έτοιμα και
πολύ όμορφα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα υπέροχο
κόκκινο τραπεζομάντηλο κι επάνω του υπήρχαν πιάτα,
ποτήρια και δύο μεγάλα αναμμένα κεριά.
Χαμογέλασε στη μητέρα του. Όλο το σπίτι μοσχοβολούσε
από τα γλυκά και τα φαγητά που είχε φτιάξει. Ο πατέρας του
κάθονταν σε μία πολυθρόνα και διάβαζε.
Από το ραδιόφωνο ακούγονταν Χριστουγεννιάτικες μελω-
δίες.
«Καλώς το παιδί μου» είπε εκείνος και τον πήρε στην
αγκαλιά του.
Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκε το «ντριν» του τηλεφώνου
κι ο Μάριος έτρεξε και πήρε το ακουστικό.
«Ναι, ποιος είναι;» ρώτησε «Μια χαρά!» φώναξε γεμάτος
ενθουσιασμό. «Μαμά, μπαμπά! Ο παππούς από το χωριό.
Παππού, παππού, βρήκα τον Άγιο Βασίλη! Καλή χρονιά και
σε σένα και στη γιαγιά» ευχήθηκε ο Μάριος και έδωσε το
ακουστικό στον πατέρα του.
Πήγε δίπλα στο στολισμένο δέντρο και πήρε ένα ασημένιο
στολίδι στα χέρια του. Καθρέφτισε μέσα του το πρόσωπό του