Ο Μόνος Επιζών
συνήθως βρισκόντουσαν στα χαμηλότερα επίπεδα του χω-
ριού.
Και για την γυναίκα δεν ήταν ευκολότερη η επιβίωση χω-
ρίς να έχει την βοήθεια του άντρα. Αυτός είχε την έγνοια
για να εξασφαλίσει μεροκάματο. Να φροντίσει τα ζώα που
κάθε σπίτι (οικογένεια) ήταν ανάγκη να έχει. Τουλάχιστον
ένα γαϊδουράκι, ένα μουλάρι, ή ένα άλογο που με εκείνα
θα έκανε μεταφορές ή θα είχαν πρόβατα γίδια που έπρεπε
να οδηγούνται στα βοσκοτόπια και ήταν αναγκασμένος να
μένει μακριά από το σπίτι μέρες, νύχτες, και πολλές φορές
εβδομάδες ολόκληρες.
∞
Είχε στυλώσει τα μάτια του στο παράθυρο, παρακολου-
θούσε τον καιρό, έκανε κρύο, ποιος ξέρει μπορεί και να
χιόνιζε, μα τώρα δεν είχε τίποτε να τον νοιάζει. Ένιωθε πως
ήταν πολύ ευλογημένος. Κουβαλούσε στην πλάτη του ενε-
νήντα πέντε ολόκληρα χρόνια μα δεν τα αισθανότανε βαριά,
είχε διαύγεια πνεύματος και μπορούσε να αυτοεξυπηρετεί-
ται. Είχε μια βαθιά πίστη, και συγχρόνως ικανοποίηση για
ό, τι πρόσφερε, μα και για ότι απόλαυσε στη ζωή.
Αναλογίζονταν πόσοι χειμώνες είχαν περάσει, πόσα καλο-
καίρια, μα και φθινόπωρα ωραία, και άνοιξες υπέροχες.
Πόσο θλίβονταν τώρα, που κι αυτός, «σαν όλους τους χω-
ριανούς του» δεν έστρεφε την προσοχή του προς την ομορ-
φιά και την πανδαισία της κάθε εποχής. Ήταν τόσο απορ-
ροφημένος στον αγώνα της επιβίωσης και λησμονούσε να
κοιτάξει τι συνέβαινε γύρω του, τώρα έβλεπε τη ζωή από
άλλη οπτική ήταν όμως κομματάκι αργά.
Κάποτε τον ένοιαζε τι καιρό θα έκανε, όταν έπρεπε να εξα-
σφαλίσει μεροκάματο. Είχε έξι παιδιά, «τέσσερα κορίτσια
δυο αγόρια, και δύο αυτοί, οκτώ στόματα» έπρεπε να φρο-
ντίσει να έχουν τουλάχιστον φαγητό, μα δεν ήταν μόνο