Ο Μόνος Επιζών

(Christos) #1
Χρήστος Τσουκάλης


Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα η τρίτη κόρη. Τον
καλημέρισε και του πρόσφερε λίγα κουλουράκια που είχε
φτιάξει μόνη της γιατί άρεσαν «στον άντρα της» μα και στις
κόρες της.


Αφού είπαν διάφορα, για τον καιρό, για τα κορίτσια, για το
φαγητό που είχε ετοιμάσει, τον ρώτησε αν ήθελε καμιά
βοήθεια επειδή η ώρα πέρασε με την κουβέντα χωρίς να το
καταλάβουν.


Τότε εκείνος της ζήτησε να κρατηθεί από πάνω της να ση-
κωθεί από την πολυθρόνα γιατί είχε μουδιάσει. Εκείνη
προσφέρθηκε, και διαπίστωσε ακόμη μια φορά πως «ο
παππούς όπως τον αποκαλούσαν» είχε αρχίσει να εξαντλεί-
ται επικίνδυνα, έπρεπε να τον προσέχουν μην πέσει χωρίς
να τον πάρουν είδηση. Οι φόβοι της δεύτερης που είχε την
δυνατότητα να τον επισκέπτεται τακτικά ήταν δικαιολογη-
μένοι


Έκανε έναν γύρο στο δωμάτιο, κάθισε μπροστά στο παρά-
θυρο, παραμέρισε λίγο την κουρτίνα και κοιτούσε την βρο-
χή που έπεφτε σιγανά.



  • Συνεχίζει να βρέχει, πως θα φύγεις;

  • Έχω ομπρέλα, μέχρι τη στάση, μετά θα πάρω το λεωφο-
    ρείο.


Καλά, είπε, και γύρισε να πάει προς το κρεβάτι του. Μα
δεν πρόλαβε μπήκε η άλλη κόρη του η μικρή λέγοντάς του.



  • Μπαμπά κοντεύει μεσημέρι, η σούπα είναι έτοιμη, θέλεις
    να σου σερβίρω να φας και μετά να ξαπλώσεις; Γιατί εμείς
    έχουμε δουλειές και θα αργήσουμε να φάμε παρέα.

  • Νομίζω πως έτσι.... θα είναι καλύτερα. «απάντησε»

Free download pdf