Ο Μόνος Επιζών

(Christos) #1
Ο Μόνος Επιζών


Ο γέροντας κοίταξε προς το παράθυρο, η μέρα φαινότανε
μουντή, και έδειχνε ότι φυσούσε κάποιο αεράκι, έβλεπε τα
κλώνια της λεμονιάς στην αυλή να γέρνουν σα να κάνανε
μετάνοιες, και θυμήθηκε την ημέρα που τη φύτεψε. Ήταν
τόση δα μικρούλα, τώρα είχε ψηλώσει, είχε απλώσει σαν
ομπρέλα, καρπίζοντας όλο το χρόνο ζουμερά χρυσοκίτρινα
λεμόνια, και ο ανθός της μοσχομύριζε σε όλη την αυλή,
πολλές φορές έφτανε το άρωμα μέχρι μέσα στο σπίτι αν
άνοιγε κάποιο παράθυρο.


Έτοιμο το πρωινό, «είπε η κόρη του ανοίγοντας την πόρτα»
σου έχω έτοιμη την τριψάνα, δυο κουλουράκια και ακόμη
μια φέτα ψωμί μήπως θέλεις να τρίψεις κι άλλο.


Εκείνη, άφησε τον δίσκο με το πρωινό επάνω στο τραπέζι,
τράβηξε την καρέκλα να καθίσει ο γέροντας, ύστερα ετοί-
μασε τα σκεπάσματα στο κρεβάτι να μπορεί εύκολα να
ξαπλώσει όταν θα ήθελε.


Ο πατέρας της προχώρησε προς το τραπέζι κάθισε στην
καρέκλα, έκανε το σταυρό του και πήρε το κουτάλι να φάει.



  • Μπορείς μπαμπά να φας μόνος σου ή θέλεις να σε βοη-
    θήσω; «τον ρώτησε η κόρη του»

  • Ναι, μπορώ, είμαι λίγο καλύτερα από χθες, μα δεν μου
    έφερες νερό!

  • Αχ, ξέχασα την κανάτα γεμάτη στην κουζίνα, πάω να τη
    φέρω.

  • Σε μισό λεπτό επέστρεψε, του γέμισε το ποτήρι, και του
    λέει.

  • Μόλις τελειώσεις φώναξε μου να έρθω να τα μαζέψω.

  • Καλά, καλά... θα σου φωνάξω.
    Όταν κόντευε να τελειώσει το πρωινό του, άνοιξε η πόρτα
    και μπήκε «ο άντρας της μικρής».

  • Καλημέρα παππού.

Free download pdf