∞
Η πόρτα άνοιξε και άναψε το φως, η πράξη αυτή τον έφερε
πάλι στη πραγματικότητα. Η πράξει αυτή τον λύπησε που
διακόπηκαν έτσι ξαφνικά οι σκέψεις του, άνοιξε τα μάτια
και μετακίνησε το σκέπασμα σε ένδειξη ότι είχε ξυπνήσει.
Η κόρη πλησίασε στο κρεβάτι του τον αφού τον καλημέρι-
σε τον ρώτησε πως κοιμήθηκε.
- Κοιμήθηκα καλά, μα τώρα βοήθαμε να σηκωθώ.
Εκείνη τον βοήθησε.
Μόλις βρέθηκε όρθιος της λέει. - Άσε με τώρα, πάω να πλυθώ... μπορώ και μόνος μου.
- Καλά, θα περιμένω να βγεις μετά να πάω να ετοιμάσω
πρωινό. - Εντάξει, δεν θα αργήσω.
Μέχρι να βγει, αυτή σήκωσε τα σκεπάσματα, τα τίναξε λί-
γο έξω, και τα ξανατακτοποίησε να είναι έτοιμα να ξαπλώσει
αν το ήθελε.
Εκείνος, επιστρέφοντας, αργά, αργά, πήγε κατευθείαν
στην αγαπημένη του πολυθρόνα, και κάθισε όσο πιο ανα-
παυτικά μπορούσε. Στην αγκαλιά της περνάω πολλές ώρες
της ημέρας. «Έλεγε και ξανάλεγε.»
- Τι προτιμάς για πρωινό; ...γάλα ή ... τσάι; Η μέρα έξω
είναι πολύ κρύα. - Θα προτιμούσα τσάι, μα δεν θέλω τώρα αμέσως, σε καμιά
ώρα. - Εντάξει, σε καμιά ώρα... Ξέρεις;... Σήμερα είναι του Αγί-
ου Μοδέστου.