Χρήστος Τσουκάλης
δεν ήξερε πόσο επικίνδυνη ήταν. Αν χρειαζότανε ιατρική
επέμβαση ή όχι μα και πως θα εξασφάλιζε την επιστροφή
του.
Κάποια στιγμή σταμάτησε να ακούει πυροβολισμούς, α-
φουγκράστηκε για λίγο να βεβαιωθεί πως πράγματι είχαν
σταματήσει, και αφού σιγουρεύτηκε, άρχισε με τρόπο να
γλιστρά, ενώ ταυτόχρονα από τα αίματα και το νερό που
είχε συσσωρευτεί από το φράγμα, κάποια πτώματα άρχισαν
να παρασύρονται με αποτέλεσμα να μπορεί πιο εύκολα να
συρθεί μέσα στο ρέμα και να απελευθερωθεί από το βάρος
τους.
Μόλις βγήκε το μισό του σώμα από το βάρος των πτωμά-
των, πιάστηκε από το κλαδί ενός θάμνου που έγερνε μες
στο ρέμα και τραβήχτηκε με όση δύναμη του είχε απομεί-
νει, κατάφερε τώρα να κρατηθεί από τον κορμό του θά-
μνου. Επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις που του είχαν
μείνει τραβήχτηκε ως την όχθη της ρεματιάς.
Άκουσε ένα θόρυβο να έρχεται μέσα από τους θάμνους
και πάγωσε από τον φόβο, στην κατάσταση που ήταν δεν θα
μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτε, το κουράγιο τον είχε
εγκαταλείψει, ένιωσε άδικο να κάνει τόση προσπάθεια να
αποφύγει το μοιραίο και να μείνει άκαρπη, μα αμέσως
συνήλθε όταν μπροστά του πρόβαλε ένα σκυλί.
Ήταν κυνηγόσκυλο, φαίνεται θα μύρισε ζεστό αίμα και τον
πλησίασε το κάλεσε κοντά του το χάιδεψε κι εκείνο άρχισε
να του γλύφει το αίμα από τα χέρια από τα ρούχα με γρή-
γορες κινήσεις, με τον τρόπο αυτό και με την αναπνοή του
τον έκανε να νιώσει λίγη ζέστη.
Αγκάλιασε τον τετράποδο επισκέπτη του προσπαθώντας να
ζεστάνει λίγο το μουσκεμένο κορμί του που εκτός ό,τι πο-
νούσε κρύωνε αρκετά.