Ο Μόνος Επιζών
σίγουρο ότι κατοικούνταν. Προχώρησε λίγα μέτρα ακόμη
και διέκρινε ένα μη χρησιμοποιούμενο πλέον μονοπάτι που
οδηγούσε προς τα εκεί.
Με λίγο ακόμη κουράγιο, στηριζόμενος από κάποια κλα-
διά μικρών θάμνων, και ενώ το αίμα από το τραύμα άρχισε
να ξανακυλά, έφτασε μπροστά στην πόρτα. Ο Ήλιος είχε
γείρει προς τη δύση, κρύβονταν σιγά-σιγά πίσω από το
βουνό βοηθούμενος και από κάποια μουντά σύννεφα έ-
στελνε το μήνυμα πως ακόμη μια μέρα θα παραχωρούσε τη
θέση της στην μακρόωρη χειμωνιάτικη νύχτα. Κόντευε να
βραδιάσει, και οι άνθρωποι που το κατοικούσαν είχαν
κλειστεί μέσα.
Χτύπησε με όση δύναμη του είχε απομείνει και σωριά-
στηκε στο σκαλί αρχίζοντας να χάνει τις αισθήσεις του.
Τότε, άνοιξε η πόρτα και ένα ζευγάρι ηλικιωμένων άνοιξε.
Μόλις τον είδαν πνιγμένων στα αίματα τον πιάσανε από τα
μπράτσα και σχεδόν σέρνοντας τον έφεραν κοντά στο τζάκι.
Μισολιπόθυμος και με τα μάτια κλειστά άκουσε τον γέρο
να λέει στη γριά. “Θα είναι κάποιος που γλύτωσε απ’ την
εκτέλεση, βάλε γρήγορα νερό στη φωτιά να ζεσταθεί, εγώ θα
του βγάλω τα ρούχα να δούμε το τραύμα του, και να του το
δέσουμε να σταματήσει το αίμα„
- Απ’ ότι φαίνεται έχει χάσει ο δόλιος πολύ.
- Αχ... αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, αν μας πάρουν χα-
μπάρι θα μας σκοτώσουν οι Γερμανοί κι εμάς, το καταλα-
βαίνεις; - Κάνε γρήγορα αυτό που σου λέω, εμείς πλέον ζήσαμε αυ-
τός είναι ακόμη νέος, πρέπει να είναι στην ηλικία των παι-
διών μας, είναι κρίμα. - Καλά λες σα να’ χεις δίκιο μα να προσέχουμε.